Δε διαβάζουμε ποίηση, επειδή είναι χαριτωμένη. Διαβάζουμε ποίηση, επειδή ανήκουμε στην ανθρώπινη φυλή. Και η ανθρώπινη φυλή είναι γεμάτη πάθος. Η ιατρική, η νομική, η μηχανική, οι επιχειρήσεις είναι ευγενείς αναζητήσεις, απαραίτητες για την διατήρηση της ζωής. Αλλά η ποίηση, η ομορφιά, ο ρομαντισμός, η αγάπη είναι αυτά για τα οποία παραμένουμε ζωντανοί. Ο Whitman λέει «Ω, εγώ, ω, ζωή των επαναλαμβανόμενων ερωτήσεων, των ατέλειωτων τρένων των άπιστων, των γεμάτων πόλεων από ανόητους. Τι το καλό υπάρχει σ' αυτά, ω εγώ, ω ζωή;». Απάντηση. Το ότι είσαι εδώ, το ότι υπάρχει ζωή και ταυτότητα. Το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται κι ίσως συνεισφέρεις μια στροφή. Ποια θα 'ναι η δική σου στροφή;
Τίποτε δεν γεμίζει τον άνθρωπο όσο ένας άνθρωπος. Κι όταν αυτός δίνει είναι θεός για εκείνον που παίρνει. Δεν υπάρχει θεός που να δίνει όπως ο άνθρωπος. Μόνον ο άνθρωπος δίνει. Όσα μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος είναι όσα μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος. Πολλά μπορεί να δώσει πολλά μπορεί να πάρει. Αυτά είναι το περισσότερο. Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο. Το περισσότερο είναι όσα δίνει ο άνθρωπος σ’ έναν άνθρωπο κι αυτό το ξέρει όποιος παίρνει. Όταν παίρνει ξέρει πως περισσότερα δεν μπορεί. Θεός είναι αυτός που δίνει σ’ αυτόν που ζητάει. Άλλο υπέρτατο απ’ αυτό δεν υπάρχει.
Δημήτρης Δημητριάδης
(απόσπασμα από το βιβλίο του "Insenso", Σαιξπηρικόν, 2013)
Γιενς: ...ο έρωτας είναι μια άλλη λέξη που χρησιμοποιούμε για τον πόθο, συν πόθο, συν πόθο και του κόσμου την απάτη, την ψευτιά, την υποκρισία και όλων των ειδών τις αηδίες.
Πλογκ: Ναι, μα πονά το ίδιο.
Γιενς: Φυσικά. Ο έρωτας είναι η πιο μαύρη απ' όλες τις πανούκλες και αν μπορούσε να πεθάνει κανείς απ' αυτόν, θα υπήρχε τουλάχιστον κάτι το ευχάριστο στον έρωτα. Μα σχεδόν πάντα σου περνάει.
Πλογκ: Όχι, όχι εμένα.
Γιενς: Ναι, και σένα. Μόνον κανα-δυο φτωχοί άνθρωποι πεθαίνουν πού και πού από έρωτα. Ο έρωτας είναι κολλητικός σαν το συνάχι. Σου τρώει τη δύναμή σου, την ανεξαρτησία σου, το ηθικό σου - αν έχεις. Αν όλα είναι ατελέστατα στον ατελέστατο αυτόν κόσμο, ο έρωτας είναι σχεδόν τέλειος στην τέλεια έλλειψη τελειότητας που τον ξεχωρίζει.
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
(απόσπασμα από το βιβλίο του "Αγριοφράουλες. Η Έβδομη Σφραγίδα", Ερμείας, 1978)
Περάσατε από το μη-είναι στο είναι δυνάμει μιας συμφωνίας απ’ αυτές που πραγματοποιήθηκαν κι είναι οι μόνες που μου άρεσε να τις ακούω. Υπήρξατε κάτι το πιθανό, κάτι το βέβαιο την ίδια στιγμή που, μέσα στον έρωτα τον πιο σίγουρο για τον εαυτό του, ένας άνδρας και μια γυναίκα σας θέλησαν.
Το ποίημα μου, το πατρικό διαμέρισμα. Η ανάμνηση μπερδεύεται× κουβάρι. Κερί που τσαλακώνεται στη θεία λειτουργία. Χίλια επειδή και χίλια ίσως.
Το γιορτινό τραπέζι, τριγύρω άνθρωποι καθόλου γιορτινοί, γερτοί, με στόματα στραβά, παχύναν φοράν παντόφλες.
Διεκπεραίωση. Δεν ξέρω αν το ποίημα αυτό ανταποκρίνεται στην ποίηση. Άλλο δεν έχω να προσφέρω.
Μόνο θολότητα. Τι λένε γύρω απ’το τραπέζι δεν έχει σημασία× τυπικότητες. Τι είπαν νωρίτερα μετράει.
Καλοκαιρινό
πήγαινε στη δουλειά πατώντας από αστέρι σ’ αστέρι ζύγιαζε με γαλλικό κλειδί αρχαία καλντερίμια στις τσέπες του αχινοί τα ρέστα του άμμος χρυσή ο καφές του σκέτος× φραπέ, μιαν αφρισμένη θάλασσα στον ώμο του ξεψυχησε ο Άρμστρογκ στα μάτια του ανάσαιναν φάλαινες, γκρεμίζονταν πάγοι βαστούσε ένα χαμόγελο τρένο βαμμένο παράνομα η αλήθεια του μια εβρίτικη ξεφούσκωτη βάρκα τον είδα στην Κατεχάκη ξημερωματα, έτρωγε βρώμικο είχε κεφάλι ταύρου και σώμα αντρίκιο απ’ τα γένεια του ξεχύνονταν βρύσες τον λέγαν Αχελώο Αχελώου ζούσε ακόμη
κι ήτανε Κύπριος που σπούδασε στην Κρήτη ήταν Θρακιώτης και δούλευε στην Κω ήτανε Σύριος που ζούσε στο Παγκράτι πουλούσε κρέατα και ζούσε στο Σοχό
- Να σου δώσω έρωτα; - Δώσε μου! - Είναι βρώμικος... - Δώσ’ τον μου βρωμισμένο! - Να μαντέψω θέλω... - Μάντεψε. - Θέλω να ρωτήσω ακόμη... - Ρώτησε! - Ας υποθέσουμε ότι χτυπώ... - Θα σου ανοίξω! - Ας υποθέσουμε ότι σε καλώ … - Θα έρθω! - Κι αν σε περιμένει συμφορά; - Στη συμφορά! - Κι αν σε ξεγελάσω; - Θα σε συγχωρήσω! - «Τραγούδα!» θα σε προστάξω... - Θα τραγουδήσω! - Κλείσε την πόρτα σου στον φίλο... - Θα την κλείσω! - Θα σου πω: σκότωσε! - Θα σκοτώσω! - Θα σου πω: πέθανε! - Θα πεθάνω! - Κι αν πνιγώ; - Θα σε σώσω! - Κι αν πονάς; - Θα υπομένω! - Κι αν άξαφνα – τοίχος; - Θα τον μεταφέρω! - Κι αν – κόμπος; - Θα τον κόψω! - Κι αν εκατό κόμποι; - Και τους εκατό! - Να σου δώσω έρωτα; - Έρωτα! - Δεν πρόκειται! - Γιατί; - Γιατί δεν αγαπώ τους σκλάβους.
Οι όμορφοι άνθρωποι Έχουν το βλέμμα τους λίγο χαμένο. (Θα το έχετε προσέξει...) Πηγαίνουν να σκλαβωθούν Φορώντας πάντα τα καλά τους. Βγαίνουν το βράδυ με παρέες Και σιωπούν ή φλυαρούν πολύ. (Δεν μπορεί να μη το ξέρετε...) Αγοράζουν παχιές εφημερίδες Και τις τελειώνουν τόσο γρήγορα. Έχουν την τσαντίλα στην τσέπη Τους έρωτες στα όνειρα Τη «συγνώμη» στο μπροστά της γλώσσας. Στο στήθος τους χοροπηδούνε άλογα Τα πόδια τους τα χαϊδεύουν μαϊμούδες Τ' αυτιά τους γίναν φωλιές για κουκουβάγιες. Κάνουν τις εξομολογήσεις τους Και τις ακούει το στομάχι τους. Οι όμορφοι άνθρωποι Είναι αξιοπρεπείς: Ποτέ δεν παύουν να ζητούν. Είναι πρόστυχοι: Αναζητούν μάταια τα άκρα, που ξεφύγαν. Οι όμορφοι άνθρωποι Διψούν συνέχεια, στον ύπνο και τον ξύπνιο. Σιχαίνονται τις εκδρομές Ξέρουν το μέρος τους όλο και πιο λίγο, Το ψάχνουν συνεχώς, μέσα απ’ τις ίδιες διαδρομές. Τους όμορφους ανθρώπους Δεν τους ποθεί κανείς Τους αφήνουν άταφους σα φύγουν.
– Κάποιοι μονάχα το ίδιο τρελοί Μυστικά Τους λατρεύουν.
Νίκος Κυριακίδης (ποίημα από το βιβλίο του «Δρόμοι με ματωμένα γόνατα»)
Ήθελες να εξηγήσεις το νόημα Σ’ ένα ακατόρθωτο σύμπαν Και αποσύρθηκες Με τα πλησιέστερα πρόσωπα Μιας τέτοιας συνοδείας Ενώ το φίδι Ένευε κατευναστικά Στην απάτη
Ίσως το πήρες και αγκαλιά Εκείνες τις πρώτες νύχτες Για να αντικαταστήσεις Τον κόσμο που έλειπε Με επείγον δέρμα Το δηλητήριο στην αρχή είναι γλυκό Μουδιάζει ο θάνατος
Ήμουν εκεί όταν άλλαζαν τη δοσολογία του Τις ώρες που η πραγματικότητα Δεν υποχωρούσε Όχι για το μέλλον Δεν υπάρχει κανένα μέλλον Στους νεκρούς
Αλλά για να μη μένει η καρδιά μόνη της
Δεν είναι ανάγκη να σκέφτεσαι τον Βαν Γκογκ Ή την κυνηγετική καραμπίνα του Χέμινγουεϊ Δεν χρειάζεται ούτε η τραγωδία Που έζησε ο Νίτσε Στο αρχαίο νησί Νάξος Μετά την προδοσία της Αριάδνης Είναι ανυπόφορο να είσαι ο Αρτώ Και να μην μπορείς να κατευθύνεις Τους ηθοποιούς σου Στο θέατρο της σκληρότητας Επειδή ο Λακάν στο άσυλο Άλλαξε απλώς χέρια
Καμιά φορά σε βλέπω Κατεβαίνεις το δρόμο προς το βιβλιοπωλείο Με όλο τον εγκόσμιο φόβο σου Για να με συναντήσεις
Φοράς το χακί φόρεμα Τα τελευταία δυο κουμπιά ανοιγμένα Σαν ερωτευμένες βεντάλιες Έχω μικρύνει τόσο πολύ Που δεν με βλέπεις Μια τέλεια απομίμηση του εαυτού μου
Σκουπίζω τη σέλα της μηχανής Για να ανέβεις Μαθαίνω να μιλάω στα δάχτυλά μου Μετά τα κόβω Και τα βάζω για ύπνο στον κόλπο σου Με άγνωστα όνειρα
Γράφω Γιατί δεν μπορεί να συμβεί Τίποτε άλλο Εκτός από αυτό
Το αίμα
Σταύρος Σταυρόπουλος
(από το βιβλίο του "Ολομόναχοι μαζί", Σμίλη, 2014)
Θά 'θελα να Σε σύρω μια νύχτα στα βάθη τα πλειό σκοτεινά των δασών
νά 'μαστε μόνοι να μην είναι άστρα από πάνω μας και να Σε βάλω να μου πεις όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Να Μην κοκκινίσεις καθόλου, να μη διστάσεις, νά 'χεις πολύ ξερό το στόμα και τολμηρό το βλέμμα και άσεμνη τη στάση.
Θα Σε σφίξω τότε με τον εναγκαλισμό των ζώων μέσα στη νύχτα των οργασμών. Και θα νοιώσω να σπαρταρά στα χέρια μου μέσα κάτι τι δικό μου, ένα δημιούργημα του πόνου μου-ένα κορμί που το διέπλασα εγώ και το διέφθειρα εγώ - όργανο σάρκινο της ανίας μου και της βαθειάς κι αγιάτρευτης διαφθοράς του νού μου.
Θα Σε σφίξω όλη γιατί θά 'σαι όλη δική μου και θα νοιώσω επί τέλους απάνω Σου τον θρίαμβο τον μεγάλο που νοιώθουν οι μεγάλοι Κατακτηταί και οι μεγάλοι Καταστροφείς και οι Δημιουργοί!
και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου, Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου, Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό, Και να σου δίνω τα ρούχα μου,
και να σου λέω πόσο μ' αρέσουν τα παπούτσια σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, Και να σου τρίβω το σβέρκο σου, Και να φιλώ τα πόδια σου, Και να σου κρατώ το χέρι σου, Και να βγαίνουμε για φαγητό,
Και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου, Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, Και να γελάω με την παράνοια σου, Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες,
Και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,
Και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, Και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, Και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα, Και να σ' αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο, Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, Και να μη γελάω με τα αστεία σου,
Και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ' αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου,
Και να χαϊδεύω το δέρμα σου. Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου, Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, Και να τρελαίνομαι όταν αργείς, Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, Και να 'μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, Και να 'μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, Και να παρακαλάω να σ' ήξερα μια ζωή. Και ν' ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, Και να τρομάζω όταν θυμώνεις, Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο, Και να σ' αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω, Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες,
Και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω, Και ν' αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ' το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, Και ν' αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι, Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ' αγαπούσε, Και να σου γράφω ποιήματα,
Και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, Και να σ' αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα, Και να μη σ' αφήνω να σηκωθείς απ' το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις, Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω, Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι, Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα, Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα, Και να θέλω ό,τι θέλεις, Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου, Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς, Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ' ζωή σου, Και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο Τον ακάθεκτο Τον ακατάλυτο Τον ακατάσβεστο Τον μεταρσιωτικό Τον ψυχαναλυτικό Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, έρωτά μου για σένα.
(...) Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα. Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε. Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα. Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε. Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα. Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε. Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα. Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε. Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα. Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε. Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα. Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε. Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα. Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε. Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα. Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε. Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα. Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε. Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα. Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε. Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα. Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε. Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα. Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω. Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα. Νιώθω σαν να μπορείς, είπε. Νιώθω, είπα. Νιώθω, είπε.
Τα μάτια σου δεν κοιτούν πουθενά Βουβοί γερανοί με πράσινες άκρες Ασαφή σαν χαλασμένα ρολόγια Που προσπαθούν να θυμηθούν Την ώρα τους
Πρέπει να σταματήσω αυτό το ατύχημα Γιατί ο κόσμος θα εκραγεί Όλο και περισσεύουν νεκρά όργανα Πώς με λένε θυμάσαι; Πώς με λένε θυμάσαι;
Έχω ένα μεγάλο κενό Τη νύχτα Εκεί που πάω να το τυλίξω Σαν επιτραπέζιο παιχνίδι Χωρίς κεφάλι Ξεπροβάλλει η γύμνια σου
Αβάσταχτο λάδι η θάλασσα Απέναντί μου Είμαστε υπερβολικά μικροί Για να τη χωρίσουμε Όμως αν σκύψεις Γονάτισε Μπορείς να ακούσεις το κύμα Να τρέχει στα αυτιά μου Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι; Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Ο κόσμος κάποτε έφυγε Η ηλικία του χάθηκε Στην απόφαση του θανάτου του για να ζήσει Την τελευταία φορά που τον είδα Παραμερίζοντας στα ασκέπαστα πόδια σου Ένα δειλό καθυστερημένο συγγνώμη Ήταν κόκκινος Με ανοιχτό στόμα Σαν έκπληκτη έρημος
Από τότε ο γάμος μου με τους δρόμους Έζησε ευτυχισμένες φορές Το όνειρο του αναντικατάστατου Συμβιβάστηκε Από τα άσπρα κρεβάτια των χαμένων Σε απελπισία σιωπής Κρεμάστηκα μια φορά Από ένα νήμα Αλλά δεν τα κατάφερε Εγώ έζησα Εκείνο κόπηκε
Έκανα και παιδιά Μεγάλα μπουκάλια με στενό λαιμό Αγγέλους της ερημιάς Σαν του Κέρουακ
Τα αφήνω στα παγκάκια Εκεί που υπάρχει φως Δίπλα σε ανοιχτές αχιβάδες Όλο και κάποιος θα τα δει Εγώ δεν μπορώ να τα μεγαλώσω Ξέρω ότι πρέπει πρώτα Να μεγαλώσω εσένα
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Σταύρος Σταυρόπουλος
(από το βιβλίο του "Ολομόναχοι μαζί", Σμίλη, 2014)
(...) Η μέρα θα ‘ρθει Κι αν έχω φύγει αυτή θα ‘ρθεί, τεράστια κι ήσυχη
Τότε –τώρα θα ‘ναι– θα γονατίσει το θεριό θα γύρει να λιαστεί ανάσκελο το σκότος θ’ απαλλαγεί το μίσος απ’ το μίσος, η σφαίρα από τον στόχο θα χαωθεί η τάξη της φρίκης κι ο νόμος, ανάγκη της αποτυχίας μας, θα σβήσει
Θ’ ανοίξει το κελί, θ’ αλαφρύνει το πάτημα χωρίς την αλυσίδα θα λιώσουν η σημαία και το σκήπτρο θα γίνει το σπαθί νερό κι η δίψα παραμύθι
Κι αν είμαστε - κι αν είμαι λίγος κι υποτακτικός μια μέρα, γιατί η μέρα θα ‘ρθει κάποιοι, εμείς θα είναι θα σταθούν συνείδηση μες στα αίματα να πουν σε όλους και σ’ εμάς, για όλους εμάς
Συγνώμη
Κι όταν μεγάλα τραγουδήσουν το ασήμαντο νυχτερινό τραγούδι της σιωπής μας θα φέξει επιτέλους το ξημέρωμα
μιας νέας τραγωδίας
Αλκίνοος Ιωαννίδης (από τον δίσκο του "Μικρή Βαλίτσα" που μόλις κυκλοφόρησε από την Cobalt Music)
Σε βλέπω μέσα απ' το νερό, μισός ποταμός,
μισός ουρανός. Εγώ, μισή πρόσωπο, μισή καθρέφτης. Έλα
να σε καθρεφτίσω. Θέλω να ντυθώ το νερό σου, εκείνο που
καταλήγει στη θάλασσα, τη γεμάτη από σένα. Σε χρειάζομαι. Το κορμί
λέξη αποξηραμένη. Πλύνε με, βρέξε με, ζωντάνεψε τη φύση μου, κύλα ως τις χαμένες μου πατρίδες. Τι κι αν φεύγεις; Δεν θα μ' εγκαταλείψεις ποτέ, γιατί όλα τα νερά γυρίζουν πίσω, με
μια ενδιάμεση στάση στον ουρανό.
- Είδα έναν έρωτα χτές. Είπε το κορίτσι. – Τι ήταν; Ρώτησε το αγόρι.
Έχουν την ίδια ηλικία 5- 6 χρονών.
- Έλα να σου δείξω! Λέει το κορίτσι. Ξαπλώνει στη χλόη. – Έλα τώρα από πάνω μου. Λέει στο αγόρι. Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι. – Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι.
Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.
- Αυτό είναι έρωτας. Λέει το κορίτσι. – Πόσο κρατάει; Ρωτάει το αγόρι. – Πολύ λίγο. Λέει το κορίτσι. Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι. – Αυτό είναι ο έρωτας, λέει.
Σηκώνονται όρθια.
Το αγόρι λέει: – Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα. -Τα αγόρια ποτέ δεν καταλαβαίνουν. Λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν. Το αγόρι σωπαίνει. Λέει απότομα. – Όμως και γω κατάλαβα. – Τι κατάλαβες; Ρωτάει το κορίτσι. – Δε ξέρω, λέει το αγόρι.
- Εκεί! Λέει το κορίτσι. Ξέρεις που. Κάτι. Εκεί. – Ναι, εκεί. Λέει το αγόρι. Όμως, δε μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω; – Όχι. Λέει το κορίτσι.Τόσο κρατάει ο έρωτας. Αν κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή.
- Ξέρω, λέει το αγόρι. Και τότε λέγεται αλλιώς. – Και πώς λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι. – Γάμος. Λέει το αγόρι.
- Τίποτα δε ξέρεις. Τα αγόρια τίποτα δε ξέρουν. Λέει το κορίτσι. – Και πώς λέγεται τότε; Ρωτάει το αγόρι.
Το κορίτσι σωπαίνει.
Ύστερα, λέει ξαφνικά: – Γάμος, λέγεται η Γη με τον Ουρανό μαζί. Και δεν κρατάει μονάχα μια ζωή, κρατάει για πάντα. Η Γη από κάτω, κι από πάνω της ο Ουρανός. Πάντα. Αυτό είναι ο γάμος. – Τίποτα δεν ξέρεις. Λέει το αγόρι, τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν και λένε ό,τι τους κατέβει. Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος. – Πώς λέγεται;, ρωτάει το κορίτσι. – Αυτό λέγεται κόσμος, λέει το αγόρι. Και δεν έχει καμία σχέση.
Σωπαίνουν.
- Να κάνουμε τώρα την Γη με τον Ουρανό; Ρωτάει το αγόρι. – Ναι, λέει το κορίτσι, αλλά τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο. – Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, αλλά εντάξει, θα το πούμε γάμο. – Καλύτερα να μη το πούμε τίποτα. Λέει το κορίτσι. Θα είναι μαζί έρωτας και γάμος και δεν θα έχει όνομα. – Μ’ αρέσει που δε θα έχει κανένα όνομα! Λέει το αγόρι. – Και μένα! Λέει το κορίτσι – Βρήκαμε το πρώτο πράγμα στο κόσμο, που δεν έχει όνομα.
Οι γαλάζιες πόρτες οδηγούν στο άγριο πάρκο σου και η Σαντορίνη της παιδικής σου ηλικίας χύνεται στο δωμάτιο απ' τα ανοιχτά παράθυρα ή μάτια -μπλε ακόμη- σέρνεις τ' ακροδάχτυλα στους τοίχους γίνονται από περιστέρι, γαρύφαλλο, κόκκινο επιταφίου ανάμεσά τους σοκάκια στενά χωρά μόνο μια αχτίδα από αίμα και ο δρόμος που οδηγεί κάπου παραμένει στο παγκάκι της στάσης με τα στραγγαλισμένα τσιγάρα να με ρωτούν αν θα ξανάρθεις Ερασιτέχνης Άνθρωπος