Τα μάτια σου δεν κοιτούν πουθενά
Βουβοί γερανοί με πράσινες άκρες
Ασαφή σαν χαλασμένα ρολόγια
Που προσπαθούν να θυμηθούν
Την ώρα τους
Πρέπει να σταματήσω αυτό το ατύχημα
Γιατί ο κόσμος θα εκραγεί
Όλο και περισσεύουν νεκρά όργανα
Πώς με λένε θυμάσαι;
Πώς με λένε θυμάσαι;
Έχω ένα μεγάλο κενό
Τη νύχτα
Εκεί που πάω να το τυλίξω
Σαν επιτραπέζιο παιχνίδι
Χωρίς κεφάλι
Ξεπροβάλλει η γύμνια σου
Αβάσταχτο λάδι η θάλασσα
Απέναντί μου
Είμαστε υπερβολικά μικροί
Για να τη χωρίσουμε
Όμως αν σκύψεις
Γονάτισε
Μπορείς να ακούσεις το κύμα
Να τρέχει στα αυτιά μου
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Ο κόσμος κάποτε έφυγε
Η ηλικία του χάθηκε
Στην απόφαση του θανάτου του για να ζήσει
Την τελευταία φορά που τον είδα
Παραμερίζοντας στα ασκέπαστα πόδια σου
Ένα δειλό καθυστερημένο συγγνώμη
Ήταν κόκκινος
Με ανοιχτό στόμα
Σαν έκπληκτη έρημος
Από τότε ο γάμος μου με τους δρόμους
Έζησε ευτυχισμένες φορές
Το όνειρο του αναντικατάστατου
Συμβιβάστηκε
Από τα άσπρα κρεβάτια των χαμένων
Σε απελπισία σιωπής
Κρεμάστηκα μια φορά
Από ένα νήμα
Αλλά δεν τα κατάφερε
Εγώ έζησα
Εκείνο κόπηκε
Έκανα και παιδιά
Μεγάλα μπουκάλια με στενό λαιμό
Αγγέλους της ερημιάς
Σαν του Κέρουακ
Τα αφήνω στα παγκάκια
Εκεί που υπάρχει φως
Δίπλα σε ανοιχτές αχιβάδες
Όλο και κάποιος θα τα δει
Εγώ δεν μπορώ να τα μεγαλώσω
Ξέρω ότι πρέπει πρώτα
Να μεγαλώσω εσένα
Θυμάσαι τώρα ποιος είμαι;
Σταύρος Σταυρόπουλος
(από το βιβλίο του "Ολομόναχοι μαζί", Σμίλη, 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου