Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Συνορεύω γιατί ζωή είναι οι άλλοι



Στην Ιωάννα
που ξέρει καλά
από αγγίγματα
ψυχής





(...)
Συνορεύω
γιατί ζωή είναι οι άλλοι
και η ζωή είναι
όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν (...)


Γιώργος Χειμωνάς

(απόσπασμα από το βιβλίο του "Γιατρός Ινεότης")


Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Αγγελία





Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.
Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.
Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.


Κική Δημουλά

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Χωρητικότητα




182.

"Πόσο τάφο μου χωράει ο τάφος σου,

 πόσο θάνατό σου η ζωή μου."


Μίμης Σουλιώτης
  
(απόσπασμα από το βιβλίο του Αβγά Μάταια, Αθήνησιν, 1998)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Τί βλέπεις από το παράθυρό σου;


Να σας πω τα νέα από τον κόσμο μου.

Τώρα που ο κόσμος έχασε τα φύλλα του και άδειασαν τα κλαδιά, η θέα έχει μεγαλώσει.


Seth Vikram

(απόσπασμα από το βιβλίο του "Μια θεία μουσική")



Να η θέα που αποκαλύφθηκε από το παράθυρο


της Σαλαμίνας 


του Βόλου 


της Αγριάς Βόλου


του Νέου Σκοπού Σερρών


της Ανάβυσσου 


της Αταλάντης




και από τα μάτια της Ειρήνης, της Ιωάννας, της Πετρίνας, της Μαρίας, της Γιώτας, της Μαριαρένας, τώρα που τα βλέμματά μας χωρίστηκαν.


Καλή διασταύρωση βλεμμάτων και πάλι!
Καλή μας αντάμωση!


Σε άλλο καιρό, στα ίδια μέρη, μα πάντα μέσα στον ίδιο ουρανό.




Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Νύχτα ζωή




(...) Η μέρα έξω έχει μικρύνει, ακολουθεί τα σχέδια που κάνουμε για το μέλλον. Nυχτώνει όπως μπορεί, λες και θέλει να αποφύγει τα χειρότερα. Υπάρχουν χειρότερα; Αναρωτιέμαι.

(...) Κάποια φίλη με συμβούλεψε να μην κάνω αρνητικές σκέψεις. Να δω τη ζωή με άλλο μάτι. Άντε και την είδα. Ποιος μου εγγυάται ότι θα με δει κι αυτή;

Σταύρος Σταυρόπουλος

(απόσπασμα από το κείμενό του στην εφημερίδα metro, 13/11/2007)



Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Το φιλί





...Αλλά το φιλί έχει μόνο έναν ήχο παγκοσμίως...


Βαγγέλης Ευαγγελίου



Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Μια πέτρα που δεν είχε τίποτε να χάσει, μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο και τον έχασε




    Μια φορά κι έναν καιρό, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε που υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε που ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, εκτός από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή από εκείνες που τις λεν λίθους πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο. 
    Η δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη· δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασήμαντότητά της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ’παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Έν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την καομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος. 
     Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό καθόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τι δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τι είναι. Μια μέρα όμως έμαθε. 
     Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, έν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πως μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμα πως ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμά της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο. 
  Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τι δεν ήταν φυτεμένο εκεί! Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ο κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι. 
    Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, που τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμό της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου. 
     Το μεγάλο ξάφνιασμά της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα που απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή που βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριβαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξή τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους με τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, που βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φως, τα μερμήγκια, που σκαρφαλώναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, που, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια...
     Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, που έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδιάς της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική που ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα που η γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού που προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τι της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει “μπα, μια πέτρα!”, βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον οποίο νόμιζε πως είχε φύγει πια για πάντα. 
     Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της· μετά από τόση ομορφιά που είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας... 
   Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ο τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε η πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ο μικρός πρίγκηπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισό της. 
     Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο μικρός πρίγκιπας, που στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει. 
     Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισός της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία. 

   Επιθύθιο Ι: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε. 

   Επιμύθιο ΙΙ: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες που ονειρεύονται κήπους. 


Αργύρης Χιόνης

(ιστορία του από το βιβλίο του "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", εκδ. Κίχλη)


Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Λυπιού




Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…

Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».

Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.

Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.

Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαινε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.

Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»

Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.

Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Χωρίς εσένα, για σένα




“πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..”

“ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη”

“όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”

“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”

“..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”

“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”

“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”

“θα ήθελα τρείς μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”

“φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”



Γιώργος Σεφέρης

(αποσπάσματα από την αλληλογραφία του στην αγαπημένη του Μάρω)



Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Μετά - Το ενάλιο φως της νύχτας






εντούτοις εγώ
καθ' οδόν

δυο χέρια

χαλασμένης σιωπής

τα φυλάω ακόμα

για να αγκαλιάσω τον έρωτα

εντούτοις


εγώ


ένα πρόσωπο λάκκος

γεμάτος μελάνι

αναπόφευκτα καταπληκτικό


από μέσα του


αναβλύζει τυφλή

η αγία ειρήνη

σαν τρομερό ερπετό


περιέχομαι από χώμα

για να γεννήσω

το ενάλιο φως της νύχτας



Σταύρος Σταυρόπουλος


(ποίημα από το βιβλίο του "Μετά", Απόπειρα, 2012)



Το βίντεο της παρουσίασης του "Μετά" στο Polis Art Cafe:


http://www.youtube.com/watch?v=rnabZtt6Xfk


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Ο ποιητής καρφώνει την καρδιά μας









"Ο ποιητής καρφώνει την καρδιά μας"


Για την υλοποίηση χρειάζονται:

καρφί - κατά προτίμηση σκουριασμένο ιδανικό να προκαλεί μελλοντικούς ακρωτηριασμούς

καρφώνω - ρήμα σε  ενεστώτα ενεργητικό με πτώσεις

καρδιά - σε μεγαδιάπλαση να 'χει πολύ αίμα να χύσει

κάρβουνο - να ανοίγει πυρακτωμένες ανεξίτηλες πληγές


και μετά


μετά

καρφώνεις

με καρφώνεις

να καρφώνεις.



Ερασιτέχνης Άνθρωπος

(ο τίτλος και ο στίχος στα εισαγωγικά ανήκει στο Μίτο Σαχτούρη και στα "Δώρα" του)