Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Το δωμάτιό μου




Στα δεξιά η κρεμάστρα. Αφήνω τα χρώματά μου πλάι στα ρούχα, βάζω σκούρες πιτζάμες μοναξιάς, να μην διακρίνομαι εύκολα στο σκοτάδι, παίρνω τα βιβλία απ' το κομοδίνο, τα στήνω κάστρο γύρω από το γραφείο, δεν μπορούν να με δουν όταν μπαίνω μέσα τους ή όταν κλαίω, μόνο εγώ από τις μικρές πολεμίστρες βλέπω αν νύχτωσε. Πατώ το on στο laptop, μετά βγάζω τα χέρια μου, ξύλα ξερά, και τα χώνω στην γλάστρα μπρος στο τζάμι μπας και βλαστήσουν αγκαλιά. Όλα τα chats έτοιμα, οι φίλοι χαμογελούν στο facebook και γω τους στέλνω καρδούλες. Κάτω απ' το κρεβάτι όλα τα παπούτσια μου άθικτα, γιατί αυτό που έκανα ήταν κανένα βήμα την φορά. Πίσω απ' το εικονοστάσι κρύβω το στιλέτο, ακόμη το ψάχνει ο μπαμπάς μου. Αν μπεις στις 12.15 θα δεις να γυαλίζει την αντανάκλαση της σελήνης στα μάτια μου, σαν υπενθύμιση πως η ώρα έρχεται. Η ώρα που θα το πάρω και θα κάνω μια τομή στην κοιλιά μου, κάτω από τον αφαλό, σε σχήμα χαμόγελου. Από εκεί θα γεννήσω τα δυο ολόιδια παιδιά μας. Αυτά θα πρέπει να χαμογελούν. Θα πάρω και τα χρώματα μου απ' την κρεμάστρα και θα τα ρίξω πάνω τους. Πρέπει να τελειώνει επιτέλους αυτή η αηδία με τη μαύρη τρύπα στην καρδιά. 



Ερασιτέχνης Άνθρωπος





Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Ύπνος




Πάνω στο  λόφο σού 'στρωσα πευκοβελόνες
κι έρριξα πάνω τους αχτίδες ήλιου κι από πάνω
σού 'στρωσα ένα χαμόγελο να μην κόβεται το κορμί σου.

Κι είπα στο χρόνο να μη σε ξυπνήσει.
Ή, πιο καλά, να σε ξυπνήσει όσο μπορούσε αργότερα, 
γιατί πολλές φορές τα πράγματα γίνονται μια φορά
κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος αιώνιος.



Νικηφόρος Βρεττάκος



Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Μαθήματα συγγραφής ΙΙ




Αν οι συγγραφείς είναι τόσο εύθραυστα όντα, είναι επειδή μπορούν να νιώσουν δύο είδη συναισθηματικού πόνου, δηλαδή δυο φορές περισσότερο απ' ό,τι οι κανονικοί άνθρωποι: τις ερωτικές απογοητεύσεις; και τις λογοτεχνικές απογοητεύσεις. Το να γράψεις ένα βιβλίο είναι σα να αγαπήσεις κάποιον, μπορεί να γίνει πολύ επώδυνο.

(...)

- Πώς είναι κανείς σίγουρος ότι έχει πάντα τη δύναμη να γράψει βιβλία;
- Άλλοι την έχουν κι άλλοι όχι. Εσύ θα την έχεις. Ξέρω πως θα την έχεις.
- Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;

- Επειδή υπάρχει μέσα σου. Κάπως σαν αρρώστια. Διότι η αρρώστια των συγγραφέων, δεν είναι το να μην μπορούν πια να γράψουν, είναι το να μη θέλουν πια να γράψουν αλλά να μην μπορούν να κάνουν διαφορετικά.



Ζοέλ Ντικέρ


(απόσπασμα από το βιβλίο του "Η αλήθεια για την υπόθεση του Χάρρυ Κέμπερτ", Πατάκης, 2012)








Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Αισθητ...




Τις νύχτες αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ το αλφάβητο των τυφλών και των κωφών. Θα μιλήσει το ένα μου χέρι στο σύντροφό του κι έτσι θα μάθει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά της. Αισθητηριακό, επαισθητό, αισθητήριο, αισθητό, ευαίσθητο. Δύο άλλα δεν τα λέω αισθαντικό, αισθησιακό. Μου διαφεύγουν ακόμη δύο -αισθητέο, αισθησιωτικό- γιατί δεν είμαι σίγουρος για την σημασία τους: εν όλω εννέα. Όσο για το αισθηματικό, είναι διφορούμενη περίπτωση και προτιμώ ν’ αφήσω ένα δάχτυλο αδειανό.


Vikram Seth


(απόσπασμα από το μυθιστόρημά του "Μια θεία μουσική", Καστανιώτης, 2000)






Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Αλαμπουρνέζικα




Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα οΑριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση. Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη«διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»; Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο«μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»; Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ’ όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή. Μέσα σ’ αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι. Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα!

Ας αφήσουμε όμως την πολλή θεωρία κι ας δούμε ένα παράδειγμα κουλτουριάρη. Ας δούμε λ.χ. ένα τεχνοκριτικό σημείωμα που αναφέρεται στη ζωγραφική ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Απολαύστε λοιπόν κριτική ζωγραφικής:

«Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση (βάι, βάι, βάι, κι εδώ αναδόμηση), ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Καταλάβατε τίποτα ή νιώθετε ανεπαρκείς; Το πιο πιθανό είναι να μην καταλάβατε τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς είναι αυτοί που γράφουν τέτοια πράγματα. Αλλά ας αρχίσουμε το ψείρισμα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία και μόνη πρόταση. Στην αρχή δίνει την εντύπωση, πως αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα βγάλεις κάποιο νόημα. Γελιέσαι, γιατί όσο προχωράς, ακόμη κι εκείνο που υποτίθεται κατάλαβες στην αρχή, ξεχνιέται. Η «χρονικότητα» λοιπόν για τον ζωγράφο μας, είναι «ψευδαίσθηση». Λογικά, η χρονικότητα πρέπει να έχει σχέση με την έννοια του χρόνου. Τώρα πως ο χρόνος γίνεται χρονικότητα, αυτό είναι ένα από τα μυστήρια των κουλτουριάρηδων. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο, ζωγραφιές, υλικά, τεχνοτροπίες, και μόνο στη χρονικότητα βρήκες να σκαλώσεις; Έστω. Ο χρόνος λοιπόν για τον ζωγράφο μας είναι «ψευδαίσθηση». Είναι όμως και «απάτη». Πως μπορούν αυτά τα δύο να σταθούν πλάι πλάι; Δηλαδή, αν ο χρόνος τον εξαπατά, τότε πως μπορεί ο χρόνος να είναι ψευδαίσθηση; Ακολουθεί η «διάσπαση». Ο χρόνος δηλαδή, πρώτα τον εξαπατάει και τον κοροϊδεύει και ύστερα τον αναγκάζει να διασπαστεί; Και ποιο είναι το υποκείμενο; Διασπάται ο ζωγράφος ή ο ίδιος ο χρόνος είναι διασπασμένος; Τι από τα δύο συμβαίνει; Ακολουθεί η «εξαλλαγή». Τι σημαίνει εξαλλαγή; Είναι ιατρικός όρος που σημαίνει την μεταβολή των καλοηθών νεοπλασμάτων σε κακοήθη. Δηλαδή ο χρόνος είναι καρκίνος; Καλό κι αυτό: Αμ τότε πως ο καρκίνος είναι ψευδαίσθηση; Παρακάτω γράφει: «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου». Η φράση ταιριάζει σε φιλοσοφική πραγματεία, όχι σε τεχνοκριτικό σημείωμα. Το κάθε ουσιαστικό απ’ αυτά που είδαμε ως τώρα δεν ταιριάζει με το διπλανό του, αλλά το ένα αναιρεί το άλλο. Προχωρώντας, διαβάζουμε «κατακερματισμός και αλλοτρίωση». Ενώ η προηγούμενη φρασούλα «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου», είναι παρμένη από την φιλοσοφία, το «κατακερματισμός και αλλοτρίωση» ανήκει στο σύγχρονο λεξιλόγιο των κουλτουριάρηδων.

Συνοψίζοντας: Η χρονικότητα του τάδε ζωγράφου είναι 1) ψευδαίσθηση, 2) απάτη, 3) διάσπαση, 4) εξαλλαγή, 5) διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, 6) κατακερματισμός, 7) αλλοτρίωση.
Κατάλαβε φαίνεται η συγγραφέας ότι μας μπούκωσε αρκετά και σταμάτησε εδώ τον κατάλογο, για να προχωρήσει σε κάποιες επεξηγήσεις: «γι’ αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει». Το «την» αναφέρεται βέβαια στην χρονικότητα, θα μπορούσε όμως ν’ αναφέρεται και σε οποιοδήποτε ουσιαστικό θηλυκού γένους που αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως την ψευδαίσθηση, την απάτη, την εξαλλαγή.Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σύγχυση δημιουργείται όταν κάποιος δεν ελέγχει τα λόγια του; Θέλει να πει ότι ο ζωγράφος προσπαθεί να βγάλει τον χρόνο έξω από το έργο του και για να το πει αυτό αυτό, μας αράδιασε του κόσμου τα αφηρημένα ουσιαστικά. Πως όμως θα το κάνει αυτό (να εξοστρακίσει τη χρονικότητα); «Αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας». Τι σημαίνει άραγε η λέξη «πρωτογένεια»; Μήπως θα πει το πρώτο γένος; Η πρώτη γέννηση; Η πρώτη φάση της ζωής του ανθρώπου; Αλλά εκείνο που είναι για γέλια, είναι η «νέα ονοματοθεσία». Τι θέλει να πει η ποιήτρια, ότι να εξοστρακίσει ο ζωγράφος τον χρόνο από τους πίνακές του, δίνει νέα ονομασία στα πράγματα; Γιατί μιλούμε βέβαια, για ζωγράφο. Και στη ζωγραφική, τι πάει να πει «ονοματοθεσία»; Και ποια είναι η νέα ονοματοθεσία και τι σχέση έχει με την πρωτογένεια, με τη διάσπαση του χρόνου και μ’ όλα τ’ άλλα που μας είπε παραπάνω;
Και δεν σταματά εδώ, αλλά συνεχίζει: Μέλημα του ζωγράφου είναι να εξοστρακίσει τη χρονικότητα, αναζητώντας, εκτός από την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, και την πρωτογένεια μιας «ιδιωματικής γραφής». Αυτό το τελευταίο, παραδόξως φαίνεται κάπως κατανοητό. Υποθετικά πάντα, η ιδιωματική μορφή, είναι μια δική του τεχνοτροπία που αποδίδει το δικό του πρόσωπο ή έστω το ιδίωμα. Κι αυτό το απλό πράγμα, δηλαδή το να βρει ο ζωγράφος το προσωπικό του ύφος, το κάνει μόνο και μόνο για να εξοστρακίσει τον χρόνο; Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης κι ακόμα πιο μυστήρια στον χώρο της κριτικής…

Προσέξτε όμως να δείτε, ότι αυτή η ιδιωματική μορφή θα εκκολάψει στην τεχνοκριτικό, πολλά πράγματα παρακάτω:

«…μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση, ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Εδώ μπαίνει και το ερωτικό στοιχείο. Έτσι, πρωτού τελειώσει το τεχνοκριτικό σημείωμα της κυρίας αυτής, εμείς θα έχουμε γνωρίσει και το πρόβλημα του έρωτα του καλλιτέχνη μας. Αν καταλάβαμε λοιπόν σωστά, ο ζωγράφος προσπαθεί να εξοστρακίσει τον χρόνο, που είναι ένα σωρό πράγματα -αυτά τα περνάμε στο ντούκου- κι αυτό το κάνει αναζητώντας την προσωπική του έκφραση για να ξαναδημιουργήσει (η αναδόμηση που λέγαμε) τον κόσμο και να πετύχει και στον έρωτα, θαρρείς πως ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή κουλτουριάρα, με το να θέλει να πει πολλά, τελικά δεν λέει τίποτα;

Το «αφιέρωμα» στα αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων, θα κλείσει με ένα ακόμα μικρό δείγμα της «κουλτούρας» τους. Δεν θα γίνει κάποια ανάλυση, όπως στο προηγούμενο κείμενο. Πάρτε το ως «άσκηση» για το σπίτι και πέστε και σε μας τι καταλάβατε:

«Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του…
Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».
(Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983)

Κείμενα σαν τα παραπάνω, δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας, στους νέους που τα διαβάζουν. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα, θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και χειρότερες και πιο γελοίες. Ο Στρατής Δούκας έλεγε χαρακτηριστικά, ότι με την λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά επομένως είναι δύο:
1) Η διαφθορά των νέων που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον.
2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη.

Παλαιότερα, κάποιος καθηγητής γλωσσολογίας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» κι αυτό που έλεγε εκείνος ο αγαθός άνθρωπος, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψη.

Για όσους συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια, η λύση είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας κι ακόμα περισσότερο τα γραπτά μας. Κάθε τι που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπάντων πρέπει να γράφουμε κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα κι επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού. Ο Σολωμόςπήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν’ ακούσει πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση. Ενώ εμείς, σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δεν μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε, ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε κι ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: Να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής, κρατάει μια ζωή…


Ντίνος Χριστιανόπουλος


(διασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον επίσης συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη, «Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων», πρώτη έκδοση 1990).

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Πότε τελειώνει η νιότη;






(απόσπασμα από την ταινία "45 χρόνια" του Andrew Haigh)



Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Ταξίδι



Έσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο τον δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο


Causa

Κάθε που ξημερώνει
μισώ τη μέρα
που μ' εμποδίζει
να σε σκέφτομαι.


Πρόφαση

Ξεκίνησα να γράψω κάτι
μα το ξέχασα.
Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο
από σένα.


Ποινή

Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω.


Διαπιστώσεις γνωστών πραγμάτων

Από παντού η φωτιά.
Κι όμως τα ρόδα ψάχνουν για τη θέση τους
λίγο πιο κείθε από τον ίσκιο σου
λίγο πιο δώθε από τη σάρκα σου.

Τα ρόδα
κι η φωτιά
που δεν μπορούν να σ' αντικαταστήσουν.


Τέλος του καλοκαιριού

ΙΙ

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
Χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
Χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
Όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
Όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
Μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
Να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
Μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.

VIII

Η απόφασή μου να μην σε συλλογιέμαι 
είναι μήπως και σώσω ό,τι μπορώ να σώσω
κρύβοντας λίγες σπαταλημένες μέρες
βαθιά μέσα στη μνήμη, ρίχνοτας
τις άλλες μέρες από πάνω σα λιθάρια.


Ο σουγιάς

Τα μάτια σου άνοιγαν τα πλευρά μου
όπως ένας σουγιάς ανοίγει μια παλιά κονσέρβα
και χύνεται το σαπισμένο υλικό της.


Τίτος Πατρίκιος


(ποιήματα από το βιβλίο "Λυσιμελής Πόθος", Κίχλη, 2014)




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

25 χρονώ



Είκοσι πέντε χρονώ χρόνος
κι ακόμα σε νανούριζω
ακόμα σου αλλάζω πάνες
και σε λέω μωρό μου

αράχνη στοργική
σου πλέκω
κουνουπιέρα από λέξεις
για να κοιμάσαι πιο βαθιά
σε μαλακά επίθετα

σβήνω το φως μη σε ξυπνούν
τα επιφωνήματα
ισόβια κατοικώ στην άκρη
της ντουλάπας σου
κρατώ τα ρούχα
ατσαλάκωτα στο σχήμα
των διαδοχικών σωμάτων σου - ψήλωσες

τα σεντόνια σου αερίζω
στο φως
να δω τις χθεσινές φωτογραφίες
που άφησες επάνω τους

κοιμήσου
αυτό το μεσονύκτιο όνειρό σου
εκ προμελέτης το γνωρίζω

δεν έχω λόγια να σου δώσω
μόνο βλέματα
ένα ευρύχωρο σκοτάδι ν' ακουμπήσεις
και μια μικρή σιωπή να ξεκουράζεις
τη φωνή σου

είμαι η λαβή της ομπρέλας όταν βρέχει
το φρένα του αυτοκινήτου πάνω στη στροφή
είμαι ρολόι που σταματά να μην αργήσεις
φωτάκι δρόμου στις γωνιές του ύπνου σου
πλήκτρο του enter στις οθόνες του καιρού
γίνομαι καθετί που σκέφτεσαι ν' αγγίξεις
γίνομαι αέρας για να μη φυσά

κλαις
και τα δάκρυά σου τρέχουν
απ' τα μάτια μου
το στόμα σου ανοίγεις και μιλώ

κεφάλι αγύριστο

και σου 'πα μην ξυρίζεσαι χωρίς σαπούνι
μ' έκοψες πάλι εδώ
στο αριστερό μάγουλο
από κάτω - πονάει

δεν ήπιες όλο το γάλα σου
ξεχνάω το χρόνο για το θηλασμό
ξεχνάω το χρόνο με την πρόφαση
του φθινοπώρου - άργησες

πόσα φθινόπωρα καλοκαίρια χρόνια τώρα
δε σε μεγαλώνω

χρόνος πάνω σε χρόνο
μνήμη που ανακαλύπτει τον τροχό
και τη φωτιά

μέσα στο βλέμμα σου ατονεί
η πιο μεγάλη παρομοίωση
φάντασμα ονείρου πανταχού παρόν
σαν αλογάκι είσαι και σαν ζαρκαδάκι
σε μελετώ τις νύχτες
δύσκολη σπουδή στα άσπρα
πλήκτρα ξαφνικής βροχής

όταν ξαναμικρύνω θέλω να σου μοιάσω

αγύριστο κεφάλι

μην περιμένεις γιο μου να σ' αποκαλώ

αφού καλά το ξέρεις
είσαι ο πατέρας μου

και κάθε μέρα με ξαναγεννάς




Γιάννης Ευστασιάδης



(ποίημα από το βιβλίο του "Κιβωτός", Ύψιλον, 1998)


Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Συνδεδεμένος




Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές

Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ

η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων

κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι

εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν

εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν




Σάμιουελ Μπέκετ






Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Φωτιά




(...)
Έτσι στην περίπτωσή μου υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσω. Θα προσπαθήσω, πάντως να είμαι ένα σωστό ζώο, κι αν μου πετάξετε ένα κόκαλο με αρκετό κρέας μπορεί και να σας γλείψω το χέρι».

* * *

Όμως εγώ δεν πρόκειται πια να σου γλείψω το χέρι, για το ελάχιστο τίποτα που μου πετάς. Απόψε θα καθίσω και θα καταστρέψω υπομονετικά όλα τα e-mails.

Θα σβήσω τα πάντα, και τ’ όνομά σου και τ’ όνομά μου από παντού. Θα πετάξω στον ακάλυπτο τα κλειδιά και θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτούς’ τους κατασπαταλημένους Φιτζέραλντ. Θα κάνω delete στη ζωή μου σε οτιδήποτε σε αφορά, σα να μην πέρασες ποτέ απ’ αυτόν τον κόσμο.

Να ‘τα! Βλέπεις; Βλέπεις που πια τον λόγο μου και τον κρατώ; Τα ρίχνω τα κλειδιά, άκου πώς κουδουνάνε; Και το τηλέφωνο το ξεριζώνω, κοίτα το, να! Το κινητό με τα τακούνια μου κομμάτια το κάνω! Τον υπολογιστή μου, θρύψαλα! Δεν θα ξαναδεχτώ πια τίποτα από σένα! Και ούτε θα ξαναμπώ στον πειρασμό να στείλω κάτι, θα τα σκοτώσω όλα τα ταχυδρομικά περιστέρια. Μόνο Ζέλντα και Σκοτ απ’ εδώ και στο εξής, μέχρι να τελειώσω τη μελέτη που χρωστάω. Μεθαύριο που θα ‘ρθει η Μόζα θα μ’ ανοίξει με το δικό της κλειδί. Και μαζί με τα σκουπίδια, θα πετάξει και σένα. Με λύσσα θα γράφω για να προφθάσω τις προθεσμίες, νυχθημερόν!

* * *

Όμως τί είναι όλοι αυτοί οι καπνοί που στεφανώνουν την πόρτα; Πού βρέθηκε, Θεέ μου, τόσος καπνός, πόση φωτιά απαιτείται για τις στάχτες μιας σχέσης; Θα το προφθάσω άραγε να βάλω κι αυτό; Κι αυτό να το γράψω;

Τώρα η δύσπνοια φταίει ή εκείνοι οι καπνοί; Πάλι αυτή η τρελή από κάτω μέσα στη νύχτα θα έχει αναμμένο καντήλι!

Μονάχα να προφθάσω! Να σε ξεχάσω, να το γράψω!

Ε ναι λοιπόν, έσπασα, ράγισα, ικανοποιήθηκες τώρα;

Η ρωγμή, από την πρώτη στιγμή, το αναγνωρίζω, ήταν σε μένα.

* * *

Πού πάνε αλήθεια όλες αυτές οι πυροσβεστικές;

Αφού καμιά φωτιά δεν σβήστηκε ποτέ επί της ουσίας.



Ζέλντα Φίτζεραλντ

(απόσπασμα από το βιβλίο "Γράμματα Χωρισμού", Μελάνι, 2003)





Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Αποκάλυψη




Σε βρίσκω τόσο συχνά
τις πιο παράδοξες στιγμές
εκεί που ελάχιστα σε περιμένω.
Σε βρίσκω
-κατάπληκτη-
σε μια σκέψη μου
σε μια κίνηση
σε μια λέξη μου
μες στα μάτια μου 
μας στο δέρμα μου.
Κι είναι τα χέρια μου 
σαν να ντυθήκανε τα δικά σου.
Κι απορώ
και θαυμάζω
πόσο τέλεια μεγάλωσες μέσα μου.



Λεία Χατζοπούλου




Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Να έχεις ή να μην έχεις;



 




(απόσπασμα από την ταινία "Αστακός" του Γιώργου Λάνθιμου)



Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Διδακτέα ύλη




[παίρνει όλες τις αποχρώσεις
από το γαλάζιο μέχρι το μαβί
η έρημος μου]


στεγνώνει το στόμα μου που φθέγγεται 
-πεμπτουσία κάθε μου συλλαβής
δεν φταίει το άστρο μου – φταίω εγώ αν
διάλεξα να ζήσω σε καιρό μεγάλης άπνοιας
-γράφω διαρκώς για σένα σημαίνει
τον εξαγνισμό του κόσμου μου – σημαίνει
πως άδικα περιμένω να έρθεις τα βράδια
να σου εκμυστηρευτώ τη σημασία
της έκφρασης υπομένω ψύχραιμα το χρόνο
που αργοσέρνεται – χωρίς να λέω αυτό που
θέλω να πω – χωρίς να γράφω αυτό που
θέλω να γράψω

προς το παρόν δεν γίνεται τίποτα – χαρίζω
ό,τι ωραίο κρύβει η καρδιά μου – κρατώ το
ελάχιστο ως υπόλοιπο – και επειδή η καρδιά
ακόμα χτυπάει οι άλλοι νομίζουν πως έχω
πάρει τα πάνω μου

άσπρα χαλίκια της αυλής φάρμακο
για το ψεύδισμα – αν καταπιώ το σάλιο μου
θα δηλητηριαστώ απ΄όλη αυτή τη πίκρα
που με κρατάει ζωντανό – αποδοχή της
ενήλικης μοίρας του θεριακλή καπνιστή

πως με αγαπάς δεν έχω αμφιβολία
σε τι με οδηγείς το υποπτεύομαι
τι εποχές μας περιμένουν το μαντεύω
αι σιχτίρ – γονατίζω στο μοιραίο
– θα γίνουμε οι δυο μας κάποτε
ύλη διδακτέα στα σχολεία δύσκολο θέμα
για διαγώνισμα στην έκθεση ιδεών
-πόσο πολύ μας μπερδεύει ο έρωτας
που μας βρίσκει απροετοίμαστους
για όσα μας συμβαίνουν – καμιά αξία
δεν γλυτώνει απ΄τα δόντια του – τι
ειρωνεία; – πόσο αργά καταλαβαίνεις
το ολοφάνερο



Βάσος Γεωργάς

(αναδημοσίευση από το http://www.bibliotheque.gr/article/52582)





Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Αυτός ο έρωτας




Ο τόσο βίαιος
Ο τόσο εύθραυστος
Ο τόσο τρυφερός
Ο τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Ωραίος όπως το φως της ημέρας
Και άσχημος όπως ο καιρός
Όταν έχει άσχημο καιρό
Αυτός ο έρωτας ο τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας ο τόσο ωραίος
Ο τόσο ευτυχισμένος
Ο τόσο χαρούμενος
Κι ο τόσο γελοίος
Που τρέμει από φόβο σαν ένα παιδί μες στο σκοτάδι
Κι ο τόσο βέβαιος για τον εαυτό του
Σαν ένας ήρεμος άνδρας στο μέσο της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που φόβιζε τους άλλους
Που τους έκανε να μιλούν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας που τον παραμόνευαν
Γιατί τους παραμονεύαμε
Ο παγιδευμένος, ο τραυματισμένος, ο ποδοπατημένος,
Ο τελειωμένος, ο εκμηδενισμένος, ο ξεχασμένος
Επειδή εμείς τον παγιδεύσαμε, τον τραυματίσαμε,
Τον ποδοπατήσαμε, τον τελειώσαμε,
Τον εκμηδενίσαμε, τον ξεχάσαμε
Αυτός ο έρωτας ο τόσο πλήρης
Ο τόσο ζωντανός ακόμη
Κι ο τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Αυτός που υπήρξε
Αυτό το κάτι, το πάντα καινούργιο
Και που δεν άλλαξε
Τόσο αληθινό όσο και ένα φυτό
Που τρέμει όσο και ένα πουλί
Που είναι τόσο ζεστό, τόσο ζωντανό όσο και το καλοκαίρι
Μπορούμε και οι δυο να πάμε και να ξανάρθουμε
Και μετά να αποκοιμηθούμε
Να ξυπνήσουμε, να υποφέρουμε, να γεράσουμε
Να αποκοιμηθούμε ξανά
Να ονειρευτούμε το θάνατο
Να ξυπνήσουμε, να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε
Και να ξανανιώσουμε
Ο έρωτάς μας μένει εκεί
Ξεροκέφαλος όπως ένας γάιδαρος
Ζωντανός όπως ο πόθος
Φοβερός όπως η μνήμη
Ανόητος όπως οι τύψεις
Τρυφερός όπως η ανάμνηση
Ψυχρός όπως το μάρμαρο
Ωραίος όπως το φως της μέρας
Εύθραυστος όπως ένα παιδί
Μας κοιτάζει χαμογελώντας
Και μας μιλά χωρίς να λέει τίποτα
Και εγώ τον ακούω τρέμοντας
Και κραυγάζω
Κραυγάζω για σένα
Κραυγάζω για μένα
Τον ικετεύω
Για σένα, για μένα και για όλους όσους αγαπιούνται
Και που αγαπήθηκαν
Ναι του κραυγάζω
Για σένα, για μένα και για όλους τους άλλους
Που δε γνωρίζω
Μείνε εκεί
Εκεί όπου είσαι
Εκεί όπου ήσουν άλλοτε
Μείνε εκεί
Μην κουνιέσαι
Μη φεύγεις
Εμείς που αγαπηθήκαμε
Σε ξεχάσαμε
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν είχαμε παρά μόνο εσένα πάνω στη γη
Μη μας αφήσεις να γίνουμε ψυχροί
Πάντα όλο και πιο μακριά
Κι οπουδήποτε
Δώσε μας σημάδι ζωής
Πολύ πιο αργά στην άκρη ενός δάσους
Μέσ’ από το δάσος της μνήμης
Φανερώσου ξαφνικά
Άπλωσέ μας το χέρι
Και σώσε μας.



Ζακ Πρεβέρ