Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Μεξικάνικη κουβέρτα




η ποίησις είναι ανάπτυξις
ανιόντος θανάτου
ίσως και κατιόντος
αφού όλα τα πράγματα
στη ζωή
είναι είτε ανιόντα
είτε κατιόντα
όπως τα ποιήματα

θα μπορούσε κανείς εδώ να σκεφτεί
τους παλμούς μιας γυναίκας
σε όλες τις ηλικίες του έρωτα
ή έναν έρωτα
σε όλες τις ηλικίες μιας γυναίκας

αν δεν υπήρχε
το μεγάλο μπέρδεμα
για το πόσο θάνατο
περιέχει η ζωή
ή πόσες ζωές μαζί
ευθύνονται αποκλειστικά
για έναν και μόνο θάνατο
μιας γυναίκας

δυστυχώς όμως
τα ποιήματα
εις μάτην της ματαιοδοξίας τους
δεν είναι θέμα παλμών
ούτε καν ηλικίας

όπως δεν είναι και θέμα ζωής
ή θέμα θανάτου

αλλά μόνον ίσως
λίγων γραμμών
γυναικείων φυσικά
και αυτών υπό αίρεση

αν εν τω μεταξύ εσύ
δεν ξυπνάς δίπλα μου
κάθε πρωί
και δεν στερεώνεις
με τα πελώρια μάτια σου
τον κόσμο
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου

στο κάτω κάτω της γραφής
ή στο πάνω πάνω
ποιός χέστηκε αν τα ποιήματα
ανεβαίνουν
ή κατεβαίνουν

αφού αυτό εδώ
το τελευταίο

γραμμένο τη στιγμή ακριβώς
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν ζωές
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν τα μάτια σου

δεν ανήκει σε μένα
όπως ενδεχομένως
δεν μου ανήκει τίποτε άλλο πια
εκτός από εσένα
και μια μεξικάνικη κουβέρτα

για να προσεύχονται
τα γόνατά μας
σαν ψάρια
μέσα σε ένα αξεδιάλυτο δίχτυ

δεν ανήκει σε μένα

αφού ποτέ εγώ
τόσο εσύ

ποτέ ξανά εγώ
τόσο χρυσαφένιος απ’ τα μαλλιά σου

αλλά στον Παναγιώτη Γαλανόπουλο
και ίσως
στον Σαλβαντόρ Νταλί
που κάποτε συναντήθηκαν
σε νεαρά ηλικία
στο κέντρο της Βαρκελώνης

και ενώ ο ουρανός
έβρεχε ποιήματα
και ζωές
και παλμούς
και θανάτους

ο πρώτος
πήρε κούρσα τον δεύτερο
με το άρρωστο φιατάκι του

την ώρα που οι γραμμές του κόσμου
όλου του κόσμου
όλου αυτού του λεγόμενου κόσμου
του χάριν συντομίας κόσμου

είχαν προσωρινά σβήσει
μέσα στα πράσινα μάτια σου

κι εγώ
ήμουν φυσικά

όχι εσύ
όχι ακόμα εσύ

νεκρός

κάτω απ’ τα συντρίμμια
μιας
μεξικάνικης

κουβέρτας


Σταύρος Σταυρόπουλος


(αναδημοσίευση από το blog του http://sstavropoulos.blogspot.gr/2014/03/blog-post_29.html)



Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Love Museum




Χτίζω το Μουσείο του Έρωτα
στον ωκεανό
πρώτα οργώνω
μέρες τώρα
οργώνω
τον βυθό
τα θεμέλια
σαθρά
δεν υπάρχει σκεπή
παρά μόνον σιωπή
δεν υπάρχουν τοίχοι
ούτε διαφυγή
με λίγη όμως τύχη
η μνήμη
με ακρίβεια αντηχεί
στο κοχύλι cardita
όπου ανα/παράγεται εύγονα
στο κέντρο του ψηφιδωτού
βυθού-
υπό τον ήχο
ορφικών ψαλμών και
ξόρκια monodontas


Εδώ ευωδιάζει μαύρα φύκια
και σαγήνη
Εδώ αγγελάσιο εσύ-
πιο πέρα ανθάκι
λιθίου
στα φωτονικά
κύτταρα του βολβού σου
σφηνωμένο-
Εδώ που όλα τα αρνήθηκα
τελικά αρχίζει να
μυρίζει
όπως εσύ

Εδώ μόνον εγώ σε μυρίζω-
στην κεντρική αίθουσα του μουσείου
έκθεμα που μυρίζει ero/τα
Εσύ
Μαργαρίτες θαλάσσης-
κυπρινικός πολτός στα χείλη
όπως όταν πλησιάζω την σπηλιά
του στόματός σου
να αγγίξω με την γλώσσα
την φλόγα του κεριού
που καίει στο νερό
σου μέσα-

Ρόδινη τρεμόπαιζε η λάμψη
και απ’ την υπερώα
προσπάθησα να κρατηθώ-
Το απόγευμα
με βρήκε αναίσθητο
με σάλια
αγάπης και θέρος
στο στέρνο-
πλάι σ’ ένα πλωτό ζωγραφιστό
ηφαίστειο
που έμοιαζει λίγο με φόβο
και λίγο με στοργή
κυρίως όμως
με
θα/να/το

[προσωρινό φωτοστέφανο από πυροτέχνημα μνήμης-
νυχτερινές σπίθες στατικού ηλεκτρισμού στα όνειρά μου
καθώς κάνεις μια ευχή σ’ ένα αστέρι που πέφτει στα μαλλιά μου
-αστέρι;
-ποια ευχή;
- ποτέ να μην αραιώσεις
την αγάπη στα νερά μου] 

 
Γιώργος Αλισάνογλου 

(ποίημα από το βιβλίο του "ERO(S) 7 βήματα / 7 λεύγες εντός", Εκδόσεις Σαιξπηρικόν)



Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Σκηνικό




Έχει κι η αμηχανία ομορφιά. Όπως τότε. Tη νύχτα που τον ονειρεύτηκα να χαμόγελα. Χωρίς δόντια. Χωρίς κορμί. Τρελαίνομαι ίσως. Αμηχανία όμορφη. Σαν ψέμα. Γλυκό. Κι οι δυο μας ξέρουμε αλήθειες. Και θάλασσες. Του μυαλού και της στεριάς τα τερτίπια. Στο καράβι. Ζωή και θάνατος. Τότε θα φωνάζαμε αλήθειες. Όλοι. Μόνο αλήθειες. Όλα περιττά τότε. Βατραχοπέδιλα κουπιά χέρια. Άλλη αξία όλα. Αν φωνάζες το όνομα μου τότε θα ξερά μ' αγαπάς. Να πέθαινα με την αλμύρα αυτή και το όνομα σου στα χείλη. Γνήσια. Αλήθεια. Μεγάλη. Όπως το προχθεσινό σ' αγαπώ που ηχεί δυνατά κάθε που ανοίγει η πόρτα. Χωρίς γδούπο. Το παγκάκι των αστέγων, των ερωτευμένων. Το παγκάκι της άστατης καρδιάς μου, των ξεραμένων φύλλων που κλώτσησες. Το μυστηριώδες βλέμμα σου που δεν με πίστεψες. Το τραγούδι μου στο πικάπ που δεν παίζει την χαρά παρά μόνο την μόνιμη θλίψη μου. Η κάλπικη λίρα με το ατελείωτο σ' αγαπώ. Το ασπρόμαυρο. Ο πόλεμος. Η αναμονή. Καμία απάντηση. Οι εποχές αλλάζουν και δεν σε πρόλαβα. Σε πρόδωσα εγκαίρως με τη σειρά μου. Κι εσύ εκεί με το χέρι σημαδεμένο ολόκληρο. Παίζεις τη ζωή σου στα ζάρια. Σφίγγεις τα δόντια και πας. Μη μου τα στείλουν ποτέ γιατί θα μπω μες το φάκελο. Μάθε το.


Annabelle






Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Δρόμοι παλιοί





Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε




Μανόλης Αναγνωστάκης





Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

25η μέρα εξορίας





Με απομάκρυνες από το δέρμα σου

σαν ξεραμένο αίμα μιας γρατζουνιάς
που δεν θυμάσαι πότε και που έγινε. 

Εκεί, στην εξορία
προσπαθώ να ορθοποδήσω
όσο ο αέρας λυσσομανά
κόλαση και νοσταλγία.

Καμία κλειστή κάμαρη 
δεν με προστατεύει
από τη μυρωδιά
της στεριάς που μυρίζεις.

Πώς να έρθω;
Και την θάλασσα εσύ την ορίζεις.

Πώς να μην έρθω;
Το χώμα σου έχει κάτι από μένα.

Πώς να μην έρθω;
Ξέρω μόνο να επιστρέφω.

Είναι ανάγκη να 'ρθω.
Θα 'ρθω.

Όχι άλλο εξόριστη.

Στο είχα πει από την αρχή.

Είσαι η πατρίδα μου.



Ερασιτέχνης Άνθρωπος






Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Νέα κατοικία





Άσε με


-έστω για μια μέρα-


να κατοικήσω


στα μάτια σου.



Ερασιτέχνης Άνθρωπος





Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου





Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το Σ.Ο.Σ μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα Δε λυπάμαι μια σταλιάν. Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει,
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! Έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με. Κάποτες οπού 'χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με. Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρή δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει.

Νίκος Καββαδίας





Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Στο παραθύρι στεκόσουν




Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.


Γιάννης Ρίτσος




Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Δεν διατίθεται λιμάνι για το καλοκαίρι





Το καλοκαίρι 

θα έρθει ίδιο
-σαν καράβι-
όπως κάθε χρόνο

όμως φέτος
δεν θα βρει 
που να δέσει

όλα μου τα λιμάνια
είναι αδέσποτα.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος



Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κόκκινο πτώμα





Ένα κόκκινο πτώμα στο πάτωμα του δωματίου μου

ζητά να το αναγνωρίσουν.
Εγώ αδυνατώ λόγω φόβου.
Μη τυχόν και ξεβάψει το χρώμα του πάνω μου.

Αποφεύγω συστηματικά 

-εδώ και χρόνια-
την επαφή μου με χρώματα
που προκαλούν εγκαύματα.

Παρακαλείται λοιπόν,

όποιος δεν φοβάται
τις αναμείξεις του χρώματός του με το κόκκινο
να έρθει να το παραλάβει.

Να έχει μόνο υπόψη του

πως το κόκκινο δεν ξεχνά,
όπως και το αίμα που χύθηκε
εξαιτίας ενός λάθος αγγίγματος.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος






Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Αποποίηση εαυτού




Θέλω να με αποποιηθώ
Να με αφήσω χωρίς να είμαι
Να με ξεβράσω
Να μείνω άδεια ανάσκελη
για να γεμίσω
με ποτισμένα από το αίμα μου άνθη

Να με παίρνει ο άνεμος
προς όπου θέλει
μέχρι που κάποια κλαδιά
θα με ξεσκίσουν

Τα μέσα μου λουλούδια 
θα μείνουν στο δέντρο
να μοιάσει λίγο άνοιξη

Ό,τι ήταν να υπάρξει από μένα
θα εκλείψει
Ό,τι δικό μου υπήρξε
ήταν σε λανθάνουσα μορφή

Τώρα όμως
που ο χρόνος εκπληρώθηκε
θα 'μαι μια εσφαλμένη απουσία
που θα την ραμφίζουν μαύρα πουλιά
μέχρι τελευταίας ρανίδας.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος





Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Σημείο αναγνωρίσεως




Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Ἀπό μακριά ἐξαπατᾶς.

Θαρρεῖ κανείς πώς ἔχεις ἐλαφρά ἀνακαθήσει
νά θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο πού εἶδες,
πώς παίρνεις φόρα νά τό ζήσεις.
Ἀπό κοντά ξεκαθαρίζει τό ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τά χέρια σου

μ' ἕνα σκοινί μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νά σέ βοηθήσει νά ξεφύγεις
τήν ἀγωνία τοῦ αἰχμάλωτου.
Ἔτσι σέ παραγγείλανε στό γλύπτη:

αἰχμάλωτη.
Δέν μπορεῖς
οὔτε μιά βροχή νά ζυγίσεις στό χέρι σου,
οὔτε μιά ἐλαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τά χέρια σου.

Καί δέν εἶν' τό μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος.
Ἄν κάτι πήγαινε ν' ἀλλάξει
στήν πορεία τῶν μαρμάρων,
ἄν ἄρχιζαν τ' ἀγάλματα ἀγῶνες
γιά ἐλευθερίες καί ἰσότητες,

ὅπως οἱ δοῦλοι,
οἱ νεκροί
καί τό αἴσθημά μας,
ἐσύ θά πορευόσουνα
μές στήν κοσμογονία τῶν μαρμάρων

μέ δεμένα πάλι τά χέρια, αἰχμάλωτη.

Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ λέω γυναίκα ἀμέσως.
Ὄχι γιατί γυναίκα σέ παρέδωσε
στό μάρμαρο ὁ γλύπτης

κι ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου
εὐγονία ἀγαλμάτων,
καλή σοδειά ἀκινησίας.
Γιά τά δεμένα χέρια σου, πού ἔχεις
ὅσους πολλούς αἰῶνες σέ γνωρίζω,

σέ λέω γυναίκα.

Σέ λέω γυναίκα
γιατ' εἶσ’ αἰχμάλωτη.


Κική Δημουλά

(ποίημα από το βιβλίο της "Τό λίγο τοῦ κόσμου", 1971)




Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Κάποτε σκοτάδι




Κάποια νύχτα έγινα νύχτα. Η υπόνοια μιας όποιας αυγής έχει ξεπουληθεί στους κακόφημους δρόμους των υποσχέσεων. Εκεί κάποτε, είχα συναντήσει ένα παιδί που μου είχε πει πως θα μου έδινε την ηλικία του. Δεν το πίστεψα και την πήρε πίσω. Τώρα, ως νύχτα που είμαι, όλα τα παιδικά με αποβάλλουν σα ξένο σώμα. Γιατί παιδική νύχτα δεν υπάρχει. Ό,τι παιδικό είναι φως. Λιγότερο ή περισσότερο, μα φως. Σέρνομαι προς το σκοτάδι. Το ενήλικο. Εννοείται πως μετράει η προϋπηρεσία για να αποκτήσεις μια υψηλόβαθμη θέση στην υπηρεσία του. Κάποιοι στη σειρά, καθώς περιμένουμε για την αξιολόγηση της ποιότητας του μαύρου μας, λένε πως το αφεντικό-σκοτάδι είναι ο θάνατος, άλλοι, ο έρωτας. Εγώ επιμένω στην πρώτη μου άποψη. Το μεγαλύτερο σκοτάδι είναι η ζωή. Γιατί ζωή δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η απουσία της. Μια μαύρη σκιά ανυπαρξίας, έτοιμη για τα επόμενα θύματα που γεννάμε και την τρέφουμε. Το μαύρο, άλλωστε, είναι παμφάγο. Καλό φάγωμα άνθρωποι.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος





Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Υπόγειο




Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια.
Πού `σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα;

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό.

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις.
Το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα,
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους.

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα.
Τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους.
Χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια.
Σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι.

Σου `φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη.
Την πείνα σου ποιος άλλος
μπορούσε να νοιαστεί;
Φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του.
Γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει.

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια,
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς.
Ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο.


Ρίτα Παππά







Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Ανθί-ζω

Καλό μήνα
Καλή άνοιξη



Τι λυπηρό να μην ξέρεις να ανθίζεις.


Fernando Pessoa