Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Κοινοτοπίες


 



Ένα σονέτο που τράκαρε

Το ποίημα μου, το πατρικό διαμέρισμα.
Η ανάμνηση μπερδεύεται
× κουβάρι.
Κερί που τσαλακώνεται στη θεία λειτουργία.
Χίλια επειδή και χίλια ίσως.

Το γιορτινό τραπέζι,
τριγύρω άνθρωποι καθόλου γιορτινοί,
γερτοί, με στόματα στραβά, παχύναν
φοράν παντόφλες.

Διεκπεραίωση.
Δεν ξέρω αν το ποίημα αυτό ανταποκρίνεται στην ποίηση.
Άλλο δεν έχω να προσφέρω.

Μόνο θολότητα.
Τι λένε γύρω απ’το τραπέζι δεν έχει σημασία
× τυπικότητες.
Τι είπαν νωρίτερα μετράει.

                          
                       

Καλοκαιρινό


πήγαινε στη δουλειά πατώντας από αστέρι σ’ αστέρι
ζύγιαζε με γαλλικό κλειδί αρχαία καλντερίμια
στις τσέπες του αχινοί
τα ρέστα του άμμος χρυσή
ο καφές του σκέτος
× φραπέ, μιαν αφρισμένη θάλασσα
στον ώμο του ξεψυχησε ο Άρμστρογκ
στα μάτια του ανάσαιναν φάλαινες, γκρεμίζονταν πάγοι
βαστούσε ένα χαμόγελο τρένο βαμμένο παράνομα
η αλήθεια του μια εβρίτικη ξεφούσκωτη βάρκα
τον είδα στην Κατεχάκη ξημερωματα, έτρωγε βρώμικο
είχε κεφάλι ταύρου και σώμα αντρίκιο
απ’ τα γένεια του ξεχύνονταν βρύσες
τον λέγαν Αχελώο Αχελώου
ζούσε ακόμη

κι ήτανε Κύπριος που σπούδασε στην Κρήτη
ήταν Θρακιώτης και δούλευε στην Κω
ήτανε Σύριος που ζούσε στο Παγκράτι
πουλούσε κρέατα και ζούσε στο Σοχό

μονάχα αυτό.


Χρήστος Μαρτίνης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου