Έφτασα στο χωριό τον Σεπτέμβρη του 1950. Όλο πέτρες, μα δεν είχα αλλού να πάω. Ή Δάσκαλος στα κατσάβραχα, ή νηστικός στην πόλη. Πίσω από την αίθουσα, ένα στρώμα, μια καρέκλα και ένα τραπέζι. Τον χειμώνα άναβα τη σόμπα. Οι μαθητές κάθε πρωί έφερναν από ένα ξύλο· έκαιγαν μέχρι το απόγευμα. Μετά σκεπαζόμουν. Έτριζαν τα κόκκαλα. Σπάνια, κάποιος άφηνε ένα πιάτο φαγητό στην έδρα. Έβραζα τραχανά και έτρωγα για μέρες. Καφενείο δεν πήγαινα. Πού λεφτά. Μόνο σε καμιά γιορτή που πρόσφεραν γίδα. Οι μεγάλοι έλειπαν όλη μέρα. Στα λιγοστά χωράφια, στη βοσκή, στα γεφύρια. Τα παιδιά έρχονταν ξυπόλυτα για μάθημα. Είχαν μια πλάκα για να γράφουν με το κοντύλι. Καθόλου όρεξη για παιχνίδια· ούτε για μάθημα. Μόνο κάθονταν ήσυχα και κοιτούσαν. Στο καρφί· δίπλα στον πίνακα. Κρεμούσα τον ντορβά με το ψωμί εκεί. Να μην το φτάνουν τα ποντίκια. Καμιά εικοσαριά μάτια, καρφωμένα. Σε λίγες φέτες ψωμί. Τα περισσότερα ήταν νηστικά. Πού να πρωτοδώσεις. Περνούσα με αυτό το ψωμί μια βδομάδα. Το έφερνε ο παπάς την Κυριακή. Στα προβλήματα της αριθμητικής, απέφευγα τις κότες και τα μήλα. Έβαζα πέτρες, δέντρα· πράγματα που δεν τρώγονταν. Αυτά, στο διάλειμμα, ρίχνονταν με τα τέσσερα στην αυλή.
Έψαχναν για βλαστάρια. Πεινούσαν. Έκλαψα κάτι φορές που τα έβλεπα. Μα τι να έκανα; Και εγώ στην ίδια μοίρα.
Ήμουν αυστηρός. Είχα μια βίτσα· από κρανιά. Με κόμπους για να βαράει δυνατά. Έβρισκε κόκκαλο κατευθείαν. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν. «Ρίξ’ του καμιά να στρώσει», έλεγαν οι πατεράδες. Ο Ράκιας, στα δέκα, έμοιαζε μικρότερος. Χειμώνα με κοντό παντελόνι, το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο. Με τρύπια παπούτσια. Τα δάχτυλα άγγιζαν το χώμα, η ψείρα νηστική. Κοιτούσε συνέχεια στο καρφί.
Ένα μεσημέρι, είχα γύρει. Σούρσιμο στην τάξη. Ποντίκια, σκέφτηκα, δεν φτάνουν το ψωμί. Μα δεν ησύχαζαν και πήγα να δω. Ο Ράκιας ρουφούσε την τελευταία μπουκιά. Θόλωσα και τον άρχισα στις κατακεφαλιές· πολύ ξύλο. Αμίλητος αυτός, με κοίταζε. Είχε χορτάσει.
«Κλέφτης είσαι, ρε, αλήτης; Θα φέρω τον πατέρα σου να σου ρίξει και αυτός. Μετά θα σε σύρω στο χωριό. Να καμαρώσει η μάνα σου. Δεν μιλάς; Έτσι θα γίνεις άνθρωπος;»
Η βίτσα σφύριζε στον αέρα και έκοβε όπου ακουμπούσε. Όταν ηρέμησα, του έδωσα λίγο νερό να βγάλει τα αίματα. Δεν έδειχνε να πονά. Μόνο καθόταν ακίνητος. Το λυπήθηκα. Η πείνα, σκέφτηκα. Δεν ήταν αλήτης. Μικρό παιδί· πώς μπόρεσα. Έκανα να το πλησιάσω.
«Μη σκας, δάσκαλε, έχω πάθει χειρότερα», είπε.
«Πρώτη φορά χτυπάω παιδί· έχασα τον έλεγχο, δεν έπρεπε», είπα.
Είχα σαστίσει. Τα κόκκαλα κόντευαν να βγουν. Τράβηξε λίγο τα μπατζάκια, ίσιωσε τη ζακέτα και έφυγε. Δεν καταδέχτηκε το δάκρυ.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, με κοιτάει. Ο Ράκιας, που, όπως έμαθα, στην Κατοχή έμεινε μόνος του. Την οικογένειά του την έχασε στη φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί στο σπίτι τους. Δεν τον είδαν. Σώθηκε κρυμμένος σε μια αποθήκη. Η φωτιά έφτασε μέχρι τα πόδια του. Αγρίμι αυτός, μεγάλωνε μόνος σε μια αποθήκη. Όταν περίσσευε φαγητό στη γειτονιά, χόρταινε. Περήφανος.
Έμεινα στο χωριό μέχρι το 1957. Μια μέρα, ήρθε ένας φάκελος. «Προς διδάσκαλον Μαντέλλον Γεώργιον» έγραφε. Πήρα μετάθεση για τα Γιάννενα. Δεν παντρεύτηκα. Το μυαλό μου ήταν στη Ρηνιώ. Έφυγα από το χωριό, χωρίς να της το πω.
Όλγα Πατσούρα Λένη
(διήγημα από το βιβλίο της "Μάτια στο καρφί", Γαβριηλίδης, 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου