Η χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου μού φάνηκε ότι κράτησε μια αιωνιότητα. Άλλες χρονιές την απολάμβανα τόσο πολύ αυτή τη μέρα... Τραγουδούσα με όρεξη με τα άλλα κορίτσια τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ανυπομονούσα να ξεκινήσω τις δεκαπενθήμερες διακοπές μου. Όχι όμως σήμερα. Σήμερα με το ζόρι μου έβγαινε η φωνή- όσο για τον ενθουσιασμό των διακοπών, πού να τον βρω; Το μόνο που αισθάνομαι είναι ένας κόμπος στο στομάχι όταν σκέφτομαι τι πρόκειται να συμβεί το απόγευμα.
Γιατί στο σπίτι του Ιλίρ θα πάω. Το αποφάσισα. Θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνει. Δεν μπορώ να πω όχι στο κάλεσμά του, είναι σα να αρνούμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Αφού με θέλει, θα με έχει. Και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ελπίζω να αντέξω τις συνέπειες, όποιες κι αν είναι αυτές. Στη χειρότερη περίπτωση θα με πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα μόλις πάρει αυτό που θέλει. Αν συμβεί αυτό, πρέπει να είμαι δυνατή. Να μην κλάψω άλλο, να μην παρακαλέσω, να το δεχτώ και να αποχωρήσω με όποια αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει μετά τα προχθεσινά. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, έχω πολλά να κερδίσω. Ίσως συγκινηθεί από την αγάπη μου, ίσως πειστεί για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου και μου δώσει ακόμα μια ευκαιρία.
Μ'αυτή την προσδοκία ξεκινάω για το σπίτι του. Αν την χάσω στην πορεία, δεν ξέρω αν θα βρω το κουράγιο να χτυπήσω την πόρτα του σε λίγα λεπτά. Κάθε τρεις και λίγο παίρνω βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω τα νεύρα μου, που είναι πραγματικά τεντωμένα. Δύσκολη αποστολή αν υπολογίσει κανείς τα ατέλειωτα ερωτήματα που τριβελίζουν το μυαλό μου. Θα είναι καλός μαζί μου ή σκληρός όπως την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε; Θα θελήσει να με ξαναδεί μετά; Είμαι έτοιμη να πω στον ταξιτζή να κάνει μεταβολή και να με γυρίσει πίσω στη Δροσιά, αλλά δεν ανοίγω το στόμα μου, γιατί με έχει καταλάβει μια μοιρολατρία που όμοιά της δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Αφού ξεκίνησα, σημαίνει ότι πρέπει να πάω. Κι ας μου βγει και σε κακό. Με λίγα λόγια, φοβάμαι να κάνω το επόμενο βήμα, αλλά περισσότερο βαραίνει στη ζυγαριά ο φόβος για το τι θα συμβεί αν δεν το κάνω.
Την πολυκατοικία όπου μένει την ξέρω. Με είχε φέρει μια μέρα ο Ιλίρ να δω πού μένει, μιας που ήμασταν κοντά, όμως δε με κάλεσε να ανεβώ στο σπίτι του. Μάλλον θα ήταν η μητέρα του και ο αδερφός του στο διαμέρισμα και δεν ήθελε να τους γνωρίσω. Παραδόξως δε με είχε πειράξει καθόλου, μου έφτανε που τον είχα στο πλευρό μου κι ας μη με γνώριζε ποτέ στους δικούς του. Σήμερα στο σπίτι λογικά θα είναι μόνος. Θα είμαι μόνη μαζί του... Μπαίνω στην οικοδομή και ίσια στο ασανσέρ. Το μετανιώνω αμέσως μόλις πατάω το κουμπί, καλύτερα να πήγαινα από τις σκάλες. Είναι που είναι μικρό το ασανσέρ, είμαι κι εγώ σε μια φάση που δε με χωράει ο τόπος, νιώθω τους τοίχους να στενεύουν και να με πνίγουν. Ευτυχώς πηγαίνω μόνο στον δεύτερο.
Όταν βγαίνω στο διάδρομο, βρίσκομαι αντιμέτωπη με τρεις κλειστές πόρτες, τη μία δίπλα στην άλλη. Ποια κρύβει από πίσω της αυτόν που αγαπώ, δεν μπορώ να το μαντέψω. Ονόματα στα κουδούνια των δύο δεν υπάρχουν καν, αλλά στην τρίτη μετά βίας διαβάζω τα αχνά γράμματα: Τσέλα. Εδώ είμαστε, λοιπόν. “Εδώ σε θέλω, Νάστια”, μονολογώ ψιθυριστά. Ήρθα μέχρι το κατώφλι του, θα φύγω τώρα σαν τον κλέφτη; Όχι βέβαια! Απλώνω το χέρι και χτυπάω σιγανά, αλλά αποφασιστικά την πόρτα. Ανοίγει. Και κοιτάζω κατάματα τους φόβους μου, να καθρεφτίζονται όλοι σε ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια.
Ελίζα Νάστου
(απόσπασμα από το μυθιστόρημά της "Εκτός Τροχιάς", Γκοβόστη, 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου