Δεν μιλήσαμε άλλο. Προχωρούσαμε κοντά - κοντά, μόνοι μέσα στη σιωπή του δειλινού. Προχωρούσαμε μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου. Μόνοι μέσα στη σιωπή του χρόνου. Μόνοι για πάντα. Μαζί και μόνοι, περπατώντας μαζί και μόνοι μέσα στη σιωπή του κόσμου και της θάλασσας και του κόσμου, περπατώντας, περπατώντας. Και όλα ήταν σαν μια μεγάλη αψίδα που εμείς διαβαίναμε και στην άλλη πλευρά ήταν ο δικός μας κόσμος και ο δικός μας χρόνος και ο δικός μας ήλιος και το δικό μας φως και η δική μας νύχτα και τα άστρα και οι λόφοι και τα πουλιά και παντοτινά...
Χουλιάν Αγιέστα
(απόσπασμα από το βιβλίο του "Έλενα ή Η Θάλασσα του Καλοκαιριού", Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005)
Και είπα τέλος 99.000 φορές το δευτερόλεπτο. Όμως είχαμε προλάβει να γίνουμε τεράστιοι από την πελώρια τρυφερότητα και απόλαυση και δεν υπήρχε κενό ανάμεσά μας να χωριστούμε. Και είπα πάλι τέλος, πρέπει να εναρμονίσουμε το μέγεθός μας με τον κόσμο τους. Κι εσύ φώναξες, δεν με αγαπάς αρκετά και άρχισες να μικραίνεις καθώς ξεφύσησες την υπόλοιπη ηδονή και χώρεσες στο μόνο μέρος μου που δεν έχει ούτε μέσα, ούτε έξω. Από εκεί ψιθύρισες, ναι, αγάπη μου, εδώ, εδώ είναι ωραία. Και γω δεν είχα ποιον ν' αγκαλιάσω και αμέσως ήρθε μπροστά μου το κορμί της Μοναξιάς. Αυτό έχω και όταν με σφίγγει ουρλιάζω. Σας παρακαλώ, μην αποκωδικοποιείτε τις κραυγές μου. Αυτές δίνουν το σχήμα μου. Τότε έγινε δειλινό για χίλια χρόνια. Αλλά είπες, κοιτάω ακόμη τα κορίτσια, μα δεν υπάρχουν κορίτσια, ούτε ένα. Υπάρχει μόνο αυτό που θα σκοτώσει την εσωτερική αρμονία. Και γω είπα, κάποιος, αν είναι άντρας, είναι έτοιμος να αγαπήσει αυτήν την γυναίκα Καταστροφή. Και κάποια, αν είναι γυναίκα, μπορεί να αγαπήσει τον άντρα που θα μελοποιήσει την μεγάλη έκταση των συντριμμιών της.
Θα ελέγχω καθημερινά την απόχρωση του γαλάζιου σου πόσο μοιάζει με του ουρανού και θα κρατώ σημειώσεις. Όταν η ομοιότητα είναι τέλεια θα πηδήξω μέσα του. Θα κολυμπήσω όπως στη θάλασσα μέχρι να βγω στο αίμα σου. Θα το αφήσω να με παρασύρει στην καρδιά, στο μυαλό, στα χείλια, στα μαλλιά -θα τα 'χω χτενίσει εκατό φορές, να έχουν λυθεί οι κόμποι μην σκαλώσει πουθενά η ιδέα μου- στα χέρια και στα πόδια σου. Θα μείνω στα δάχτυλα μερικά λεπτά παραπάνω να σε αγγίζω από μέσα. Ανατριχιάζεις το ίδιο; Αν χρειαστεί θα πάω ενάντια στο ρεύμα του αίματος να βγω ξανά στα μάτια. Θα σταθώ στην άκρη μη με βλέπουν, να σκεφτώ, που μέσα σου να μείνω, σε μια σύναψη του νου ή σε έναν χτύπο της καρδιάς σου;
(...) Eκείνους που κόβουν την αγάπη στα μέτρα τα δικά τους κι όχι στα μέτρα της αγάπης, που τη Δευτέρα σου λένε σ' αγαπάω και την Τρίτη δεν γυρίζουν να σε κοιτάξουν, τη Δευτέρα σου λένε δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και την Τρίτη σου λένε δεν αντέχω να είμαστε άλλο μαζί, τη Δευτέρα σου λένε μαζί θα το περάσουμε αυτό και την Τρίτη σου λένε πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, πρέπει να κοιτάξει ο καθένας τον εαυτό του, τη Δευτέρα σου λένε θέλω να ζήσουμε μαζί για πάντα και την Τρίτη σου λένε τι εννοείς ότι μπήκα στη ζωή σου, ότι σου γάμησα τη ζωή και τώρα φεύγω σαν να μην τρέχει τίποτα, τι εννοείς, δεν σε καταλαβαίνω -μήπως σε αποπλάνησα και δεν το ξέρω;- τους ανθρώπους που τη Δευτέρα σου λένε είσαι η γυναίκα ή ο άντρας της ζωής μου και την Τρίτη σου λένε γίνεσαι πολύ φορτική, γίνεσαι πολύ κουραστικός, μην ξαναστείλεις μήνυμα, μη μου ξανατηλεφωνήσεις (...) τους ανθρώπους που σε ξέχασαν από Δευτέρα σε Τρίτη και περνάνε τις μέρες και τις νύχτες τους με παρέες στις καφετέριες και τα μπαρ, ενώ εσύ θυμάσαι τα πάντα -κάθε στιγμή, κάθε λέξη, κάθε φιλί, κάθε νύχτα, κάθε πρωί- κάθε ψίθυρο, κάθε βογγητό, κάθε αγκαλιά, κάθε χαμόγελο και κάθε γέλιο, θυμάσαι, θυμάσαι, θυμάσαι, και πολεμάς (...) Πολεμάς να μάθεις να μη θυμάσαι.
Χρήστος Οικονόμου
(απόσπασμα από το βιβλίου "Το Καλό Θα 'ρθει από τη Θάλασσα", Πόλις, 2014)
Και θέλω να παίξω κυνηγητό και να τρέξω μαζί σου μέχρι να μου κοπεί η ανάσα και να κυλιστούμε στα χόρτα και να με γλύφεις στα χείλια και να σε φιλάω κι εγώ παντού στο λαιμό στα αυτιά στη μύτη και να σου πετάω τη μπάλα και να φεύγεις σα σίφουνας για να μου την ξαναφέρεις πίσω και να μην κουράζεσαι να το κάνεις αυτό για είκοσι τριάντα φορές συνεχόμενες και να μας πιάνει το σούρουπο και να γυρίζουμε σπίτι και να σου κάνω μπάνιο και να βουρτσίζω το σώμα σου σε κάθε του εκατοστό και να μην προλαβαίνω να σε σκουπίσω και να τινάζεσαι μ’ ευχαρίστηση και να γυρνάς σε όλα τα δωμάτια για να στεγνώσεις και να κάνεις έπιπλα κουρτίνες τηλεόραση χάλια απ’ τα νερά και να καταστρέφεις με μανία το πατάκι της εισόδου και μετά το τηλεκοντρόλ που ξέχασα να το κρύψω και να καταβροχθίζεις ότι σου ετοιμάζω για φαγητό και να θέλεις κι άλλο και να γίνεσαι ένα με το πάτωμα απ’ την κούραση και να γίνομαι κι εγώ το ίδιο και να μας παίρνει και τους δυο για λίγο ο ύπνος και να ξυπνάμε και οι δυο ταυτόχρονα και να μου φέρνεις πάλι τα σύνεργα για να βγούμε για το βραδινό περίπατο και να συναντάμε κόσμο στο δρόμο και να σε χαιρετάνε και να πιάνουμε την κουβέντα και να χαλάς τις ορτανσίες του γείτονα και να βγαίνει μαινόμενος εκείνος πίσω απ’ το φράχτη που παραφυλάει για να μας τσακώσει και να τρέχουμε σαν τρελοί μέσα στο δρόμο και να μας κορνάρουν τα αυτοκίνητα και να βλέπουμε την πανσέληνο καθισμένοι δίπλα δίπλα στο πάρκο και να μας τρυπάει η υγρασία και να σε αγκαλιάζω για να ζεσταθώ και να επιστρέφουμε πίσω γιατί είναι περασμένα μεσάνυχτα και να πιάνεις τη συνηθισμένη θέση στο κρεβάτι και ν’ αναπνέεις ρυθμικά τόσο ρυθμικά που να με νανουρίζεις και κάποιες φορές να ροχαλίζεις και να μη μπορώ να κοιμηθώ και να διαβάζω Σάρα Κέιν και να σηκώνεσαι πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι και να αισθάνομαι την ανάσα σου στο πρόσωπό μου και μετά από λίγο τη γλώσσα σου στο μάγουλό μου και να με περιμένεις καρτερικά να επιστρέψω απ’ τη δουλειά και στο μεταξύ να δαγκώνεις ό,τι βρίσκεις μπροστά σου και να αφουγκράζεσαι τον παραμικρό θόρυβο και να τινάζεσαι ακόμα και με το πέταγμα μιας μύγας και να την τρως με μια κίνηση και να τη φτύνεις αμέσως μετά και να κουνάς την ουρά σου τόσο δυνατά όταν επιστρέφω στο σπίτι που να νομίζω ότι θα πετάξεις και να σου αγοράζω ό,τι μπορεί να διανοηθεί κανείς απ’ το σούπερ μάρκετ και ν’ αλλάζουμε λουριά και κολάρα κάθε μήνα και να βγαίνω απ’ τον προϋπολογισμό μου μ’ αυτές τις αγορές και να πρέπει να βράζω συνέχεια μακαρόνια πολλά μακαρόνια και κόκκαλα για να τρως και να βρωμάει η κουζίνα και οι κατσαρόλες να είναι για πέταμα και να πρέπει να παρακαλάω τον κρεοπώλη της γειτονιάς να μου δίνει αυτά που περισσεύουν και στην ταβέρνα να ντρέπομαι να ζητάω το αποφάγια μη νομίζουν ότι τα θέλω για μένα κι όταν έχω ραντεβού να σε κλείνω στην αποθήκη για να μη γαυγίζεις κι ωστόσο να μας ξεκουφαίνεις με τις φωνές σου και ν’ αναγκάζομαι να σε βγάλω και να κάθεσαι ανάμεσά μας και να με κοιτάς με μάτια περίλυπα όταν σκύβω να φιλήσω την κοπέλα μου και να μη μας αφήνεις να προχωρήσουμε άλλο και να αναγκάζομαι να πηγαίνω σε ξενοδοχείο και να μένω πάλι χωρίς λεφτά και να κάνω υπερωρίες στη δουλειά και πάλι να μη με πληρώνουν και να σε πηγαίνω κάθε μήνα στον κτηνίατρο και να κάνουμε εμβόλια και να σου δίνει χάπια και να μη τα τρως και να στα βάζω μέσα σε κομμάτια μπανάνας και στο τέλος πάλι να μην μπορείς να τα φας γιατί δεν έχεις όρεξη και να είσαι συνέχεια ξαπλωμένος στη γωνιά σου και να έχεις χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, για τη ζωή μας κι εμένα να μη με νοιάζει που χώρισα με την Άννα, τη Μαίρη, την Αγγελική γιατί δεν μπορούσαν άλλο να χαμουρευόμαστε στα παγκάκια και στα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας και να μένω δίπλα σου πάντα δίπλα σου πάντα φίλος σου ο μοναδικός σου φίλος κι εσύ πάντα φίλος μου ο μοναδικός μου φίλος και να ξενυχτάω μερόνυχτα όταν σου βάζουμε ορό για να μην κουνηθείς και βγει η βελόνα και να προσπαθώ να σου δώσω υγρά με τη σύριγγα απ’ τη μια άκρη του σαγονιού σου και να βγαίνουν απ’ την άλλη και να κλαίω κρυφά με λυγμούς γιατί νοιώθω το τέλος και να σου κρατάω το ένα πόδι όταν ο γιατρός σου κάνει την ένεση και να σε σφίγγω μετά δυνατά πολύ δυνατά κι εσύ να μου χαρίζεις το τελευταίο γλείψιμο έστω και εξασθενημένο και η μνήμη μου να κάνει αναδρομές σ’ όλες μας τις στιγμές τις μέρες και νύχτες που περάσαμε μαζί και κρατήσου λίγο ακόμα Τζέρι γιατί τώρα που σε χάνω νιώθω πόσο ανάγκη σ’ έχω και πόσο αναντικατάστατος είσαι για μένα.
Λίνα Βαλετοπούλου
(διήγημα από το βιβλίο της "Ζωές σε αναδίπλωση", Γαβριηλίδης, 2014)
Έφτασα στο χωριό τον Σεπτέμβρη του 1950. Όλο πέτρες, μα δεν είχα αλλού να πάω. Ή Δάσκαλος στα κατσάβραχα, ή νηστικός στην πόλη. Πίσω από την αίθουσα, ένα στρώμα, μια καρέκλα και ένα τραπέζι. Τον χειμώνα άναβα τη σόμπα. Οι μαθητές κάθε πρωί έφερναν από ένα ξύλο· έκαιγαν μέχρι το απόγευμα. Μετά σκεπαζόμουν. Έτριζαν τα κόκκαλα. Σπάνια, κάποιος άφηνε ένα πιάτο φαγητό στην έδρα. Έβραζα τραχανά και έτρωγα για μέρες. Καφενείο δεν πήγαινα. Πού λεφτά. Μόνο σε καμιά γιορτή που πρόσφεραν γίδα. Οι μεγάλοι έλειπαν όλη μέρα. Στα λιγοστά χωράφια, στη βοσκή, στα γεφύρια. Τα παιδιά έρχονταν ξυπόλυτα για μάθημα. Είχαν μια πλάκα για να γράφουν με το κοντύλι. Καθόλου όρεξη για παιχνίδια· ούτε για μάθημα. Μόνο κάθονταν ήσυχα και κοιτούσαν. Στο καρφί· δίπλα στον πίνακα. Κρεμούσα τον ντορβά με το ψωμί εκεί. Να μην το φτάνουν τα ποντίκια. Καμιά εικοσαριά μάτια, καρφωμένα. Σε λίγες φέτες ψωμί. Τα περισσότερα ήταν νηστικά. Πού να πρωτοδώσεις. Περνούσα με αυτό το ψωμί μια βδομάδα. Το έφερνε ο παπάς την Κυριακή. Στα προβλήματα της αριθμητικής, απέφευγα τις κότες και τα μήλα. Έβαζα πέτρες, δέντρα· πράγματα που δεν τρώγονταν. Αυτά, στο διάλειμμα, ρίχνονταν με τα τέσσερα στην αυλή. Έψαχναν για βλαστάρια. Πεινούσαν. Έκλαψα κάτι φορές που τα έβλεπα. Μα τι να έκανα; Και εγώ στην ίδια μοίρα. Ήμουν αυστηρός. Είχα μια βίτσα· από κρανιά. Με κόμπους για να βαράει δυνατά. Έβρισκε κόκκαλο κατευθείαν. Κανείς δεν διαμαρτυρόταν. «Ρίξ’ του καμιά να στρώσει», έλεγαν οι πατεράδες. Ο Ράκιας, στα δέκα, έμοιαζε μικρότερος. Χειμώνα με κοντό παντελόνι, το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο. Με τρύπια παπούτσια. Τα δάχτυλα άγγιζαν το χώμα, η ψείρα νηστική. Κοιτούσε συνέχεια στο καρφί. Ένα μεσημέρι, είχα γύρει. Σούρσιμο στην τάξη. Ποντίκια, σκέφτηκα, δεν φτάνουν το ψωμί. Μα δεν ησύχαζαν και πήγα να δω. Ο Ράκιας ρουφούσε την τελευταία μπουκιά. Θόλωσα και τον άρχισα στις κατακεφαλιές· πολύ ξύλο. Αμίλητος αυτός, με κοίταζε. Είχε χορτάσει. «Κλέφτης είσαι, ρε, αλήτης; Θα φέρω τον πατέρα σου να σου ρίξει και αυτός. Μετά θα σε σύρω στο χωριό. Να καμαρώσει η μάνα σου. Δεν μιλάς; Έτσι θα γίνεις άνθρωπος;» Η βίτσα σφύριζε στον αέρα και έκοβε όπου ακουμπούσε. Όταν ηρέμησα, του έδωσα λίγο νερό να βγάλει τα αίματα. Δεν έδειχνε να πονά. Μόνο καθόταν ακίνητος. Το λυπήθηκα. Η πείνα, σκέφτηκα. Δεν ήταν αλήτης. Μικρό παιδί· πώς μπόρεσα. Έκανα να το πλησιάσω. «Μη σκας, δάσκαλε, έχω πάθει χειρότερα», είπε. «Πρώτη φορά χτυπάω παιδί· έχασα τον έλεγχο, δεν έπρεπε», είπα. Είχα σαστίσει. Τα κόκκαλα κόντευαν να βγουν. Τράβηξε λίγο τα μπατζάκια, ίσιωσε τη ζακέτα και έφυγε. Δεν καταδέχτηκε το δάκρυ. Όταν κλείνω τα μάτια μου, με κοιτάει. Ο Ράκιας, που, όπως έμαθα, στην Κατοχή έμεινε μόνος του. Την οικογένειά του την έχασε στη φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί στο σπίτι τους. Δεν τον είδαν. Σώθηκε κρυμμένος σε μια αποθήκη. Η φωτιά έφτασε μέχρι τα πόδια του. Αγρίμι αυτός, μεγάλωνε μόνος σε μια αποθήκη. Όταν περίσσευε φαγητό στη γειτονιά, χόρταινε. Περήφανος. Έμεινα στο χωριό μέχρι το 1957. Μια μέρα, ήρθε ένας φάκελος. «Προς διδάσκαλον Μαντέλλον Γεώργιον» έγραφε. Πήρα μετάθεση για τα Γιάννενα. Δεν παντρεύτηκα. Το μυαλό μου ήταν στη Ρηνιώ. Έφυγα από το χωριό, χωρίς να της το πω.
Όλγα Πατσούρα Λένη
(διήγημα από το βιβλίο της "Μάτια στο καρφί", Γαβριηλίδης, 2015)
Η χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου μού φάνηκε ότι κράτησε μια αιωνιότητα. Άλλες χρονιές την απολάμβανα τόσο πολύ αυτή τη μέρα... Τραγουδούσα με όρεξη με τα άλλα κορίτσια τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ανυπομονούσα να ξεκινήσω τις δεκαπενθήμερες διακοπές μου. Όχι όμως σήμερα. Σήμερα με το ζόρι μου έβγαινε η φωνή- όσο για τον ενθουσιασμό των διακοπών, πού να τον βρω; Το μόνο που αισθάνομαι είναι ένας κόμπος στο στομάχι όταν σκέφτομαι τι πρόκειται να συμβεί το απόγευμα.
Γιατί στο σπίτι του Ιλίρ θα πάω. Το αποφάσισα. Θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνει. Δεν μπορώ να πω όχι στο κάλεσμά του, είναι σα να αρνούμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Αφού με θέλει, θα με έχει. Και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ελπίζω να αντέξω τις συνέπειες, όποιες κι αν είναι αυτές. Στη χειρότερη περίπτωση θα με πετάξει σα στυμμένη λεμονόκουπα μόλις πάρει αυτό που θέλει. Αν συμβεί αυτό, πρέπει να είμαι δυνατή. Να μην κλάψω άλλο, να μην παρακαλέσω, να το δεχτώ και να αποχωρήσω με όποια αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει μετά τα προχθεσινά. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, έχω πολλά να κερδίσω. Ίσως συγκινηθεί από την αγάπη μου, ίσως πειστεί για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου και μου δώσει ακόμα μια ευκαιρία.
Μ'αυτή την προσδοκία ξεκινάω για το σπίτι του. Αν την χάσω στην πορεία, δεν ξέρω αν θα βρω το κουράγιο να χτυπήσω την πόρτα του σε λίγα λεπτά. Κάθε τρεις και λίγο παίρνω βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω τα νεύρα μου, που είναι πραγματικά τεντωμένα. Δύσκολη αποστολή αν υπολογίσει κανείς τα ατέλειωτα ερωτήματα που τριβελίζουν το μυαλό μου. Θα είναι καλός μαζί μου ή σκληρός όπως την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε; Θα θελήσει να με ξαναδεί μετά; Είμαι έτοιμη να πω στον ταξιτζή να κάνει μεταβολή και να με γυρίσει πίσω στη Δροσιά, αλλά δεν ανοίγω το στόμα μου, γιατί με έχει καταλάβει μια μοιρολατρία που όμοιά της δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Αφού ξεκίνησα, σημαίνει ότι πρέπει να πάω. Κι ας μου βγει και σε κακό. Με λίγα λόγια, φοβάμαι να κάνω το επόμενο βήμα, αλλά περισσότερο βαραίνει στη ζυγαριά ο φόβος για το τι θα συμβεί αν δεν το κάνω.
Την πολυκατοικία όπου μένει την ξέρω. Με είχε φέρει μια μέρα ο Ιλίρ να δω πού μένει, μιας που ήμασταν κοντά, όμως δε με κάλεσε να ανεβώ στο σπίτι του. Μάλλον θα ήταν η μητέρα του και ο αδερφός του στο διαμέρισμα και δεν ήθελε να τους γνωρίσω. Παραδόξως δε με είχε πειράξει καθόλου, μου έφτανε που τον είχα στο πλευρό μου κι ας μη με γνώριζε ποτέ στους δικούς του. Σήμερα στο σπίτι λογικά θα είναι μόνος. Θα είμαι μόνη μαζί του... Μπαίνω στην οικοδομή και ίσια στο ασανσέρ. Το μετανιώνω αμέσως μόλις πατάω το κουμπί, καλύτερα να πήγαινα από τις σκάλες. Είναι που είναι μικρό το ασανσέρ, είμαι κι εγώ σε μια φάση που δε με χωράει ο τόπος, νιώθω τους τοίχους να στενεύουν και να με πνίγουν. Ευτυχώς πηγαίνω μόνο στον δεύτερο.
Όταν βγαίνω στο διάδρομο, βρίσκομαι αντιμέτωπη με τρεις κλειστές πόρτες, τη μία δίπλα στην άλλη. Ποια κρύβει από πίσω της αυτόν που αγαπώ, δεν μπορώ να το μαντέψω. Ονόματα στα κουδούνια των δύο δεν υπάρχουν καν, αλλά στην τρίτη μετά βίας διαβάζω τα αχνά γράμματα: Τσέλα. Εδώ είμαστε, λοιπόν. “Εδώ σε θέλω, Νάστια”, μονολογώ ψιθυριστά. Ήρθα μέχρι το κατώφλι του, θα φύγω τώρα σαν τον κλέφτη; Όχι βέβαια! Απλώνω το χέρι και χτυπάω σιγανά, αλλά αποφασιστικά την πόρτα. Ανοίγει. Και κοιτάζω κατάματα τους φόβους μου, να καθρεφτίζονται όλοι σε ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια.
Ελίζα Νάστου
(απόσπασμα από το μυθιστόρημά της "Εκτός Τροχιάς", Γκοβόστη, 2015)
Tο να βρούμε αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στη ζωή μας και να τραβήξουμε προς τα εκεί με θάρρος, ακλόνητη αποφασιστικότητα και επιμονή, είναι ο δρόμος όλων εκείνων που τολμούν να ζουν ευτυχισμένοι. Ως αντάλλαγμα για αυτή την προσπάθεια μας θα μας περιφρονήσουν, θα μας χλευάσουν και θα μας εξοστρακίσουν από τον κύκλο τους οι φίλοι και οι συγγενείς.
Αν επιμείνουμε όμως, αν αντέξουμε τη μοναξιά μας και μείνουμε αφοσιωμένοι σε αυτό που με τόση αγάπη αποφασίσαμε να κάνουμε, τότε θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε καινούριους φίλους και καινούριους συγγενείς, οι οποίοι ήδη συμμερίζονται τις αξίες και τα ιδανικά που έχουμε επιλέξει, κι ότι μαζί τους θα πετάξουμε πολύ πιο μακριά και πιο ψηλά από όσο μπορούμε να ονειρευτούμε.
Richard Bach
(απόσπασμα από το βιβλίο "Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον" 1993, Διόπτρα)
Κι όμως. Έφτασα να χωράω σε τούτο δω το κούφωμα του κόσμου. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Με στένεψαν οι αγκαλιές Με στέγνωσαν τα καλοκαίρια Χωρίς χυμούς πορεύομαι. Σώμα λειψό, κενό, ασθενικό. Με μια καρδιά να περισσεύει από παντού. Μη με βλέπεις έτσι. Με στέρεψαν τα γέλια Με μάδησαν τα φιλιά Με χώνεψαν οι εποχές. Και πια χωράω σε αρμούς, σε αυλακιές, σε περιθώρια. Σε σκουληκότρυπες και σε ρωγμές. Σε κάθε ελάχιστο κενό που αφήνει ο χρόνος. Μόνο μου βάσανο αυτή η καρδιά· Πάντα κι από παντού να περισσεύει.