Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του
και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω
κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου,
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου,
υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.
Ελένη Βακαλό