Στο αγοράκι μου
Σ’ αυτά τα ξεχαρβαλωμένα πλαστικά καθίσματα στήριξα τις τελευταίες μου ελπίδες. Στους ξεφλουδισμένους μπεζοκίτρινους τοίχους, στους άντρες με τις πράσινες φόρμες, στη χοντρή ασπροντυμένη που περιφέρεται δεξιά κι αριστερά, στις προσευχές της κυρίας απέναντι -πιάνεται άραγε για δική μου- στους μαυροντυμένους με τα ατσαλάκωτα κοστούμια και τους δερμάτινους χαρτοφύλακες, στα γεμάτα πόνο ασανσέρ, στα καροτσάκια που συνωστίζονται έξω απ’ τις κλειστές βρώμικες πόρτες, στον μαραμένο φίκο δίπλα, στα τριχωτά χέρια που ανταλλάσσουν ροζ φακέλους, στα λευκά κεσεδάκια με το άνοστο νεροζούμι, στα λεκιασμένα κλινοσκεπάσματα, στον τομογράφο, στο νυστέρι νούμερο τέσσερα, πέντε, έξι – φτου και βγαίνω- στους λευκούς επιδέσμους- να δεθώ ολόκληρη- στο τσιγάρο του κυρίου με το πετσοκομμένο μουστάκι, στις πινακίδες Παθολογικό, Ουρολογικό, Ογκολογικό, Ψυχιατρικό- γιατρέ πονά η ψυχή μου, είναι σοβαρό;- στους μεντεσέδες που τρίζουν, στο κρύο σάντουιτς του κυλικείου- χωρίς μαγιονέζα παρακαλώ- στις τσιριχτές φωνές -κάποιος στο 312- στην ξανθιά περούκα της διπλανής -ζεσταίνομαι- στα κλειστά βλέφαρα του κοριτσιού που κοιμάται στον ώμο του μπαμπά της, στα γαλακτερά φώτα, στην μπόχα του αντισηπτικού- ή μήπως έτσι μυρίζει ο φόβος- στους πενήντα θαλάμους, στη βαριά ταμπέλα πάνω απ’ το κεφάλι μου "Χειρουργικό Τμήμα", στα λόγια ενός τριαντάχρονου γιατράκου που μόλις μου χάιδεψε τον δεξί ώμο. Βρέχει.
Μαρία Μυλωνά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου