η ποίησις είναι ανάπτυξις
ανιόντος θανάτουίσως και κατιόντος
αφού όλα τα πράγματα
στη ζωή
είναι είτε ανιόντα
είτε κατιόντα
όπως τα ποιήματα
θα μπορούσε κανείς εδώ να σκεφτεί
τους παλμούς μιας γυναίκας
σε όλες τις ηλικίες του έρωτα
ή έναν έρωτα
σε όλες τις ηλικίες μιας γυναίκας
αν δεν υπήρχε
το μεγάλο μπέρδεμα
για το πόσο θάνατο
περιέχει η ζωή
ή πόσες ζωές μαζί
ευθύνονται αποκλειστικά
για έναν και μόνο θάνατο
μιας γυναίκας
δυστυχώς όμως
τα ποιήματα
εις μάτην της ματαιοδοξίας τους
δεν είναι θέμα παλμών
ούτε καν ηλικίας
όπως δεν είναι και θέμα ζωής
ή θέμα θανάτου
αλλά μόνον ίσως
λίγων γραμμών
γυναικείων φυσικά
και αυτών υπό αίρεση
αν εν τω μεταξύ εσύ
δεν ξυπνάς δίπλα μου
κάθε πρωί
και δεν στερεώνεις
με τα πελώρια μάτια σου
τον κόσμο
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
στο κάτω κάτω της γραφής
ή στο πάνω πάνω
ποιός χέστηκε αν τα ποιήματα
ανεβαίνουν
ή κατεβαίνουν
αφού αυτό εδώ
το τελευταίο
γραμμένο τη στιγμή ακριβώς
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν ζωές
που ανεβαίνουν
και κατεβαίνουν τα μάτια σου
δεν ανήκει σε μένα
όπως ενδεχομένως
δεν μου ανήκει τίποτε άλλο πια
εκτός από εσένα
και μια μεξικάνικη κουβέρτα
για να προσεύχονται
τα γόνατά μας
σαν ψάρια
μέσα σε ένα αξεδιάλυτο δίχτυ
δεν ανήκει σε μένα
αφού ποτέ εγώ
τόσο εσύ
ποτέ ξανά εγώ
τόσο χρυσαφένιος απ’ τα μαλλιά σου
αλλά στον Παναγιώτη Γαλανόπουλο
και ίσως
στον Σαλβαντόρ Νταλί
που κάποτε συναντήθηκαν
σε νεαρά ηλικία
στο κέντρο της Βαρκελώνης
και ενώ ο ουρανός
έβρεχε ποιήματα
και ζωές
και παλμούς
και θανάτους
ο πρώτος
πήρε κούρσα τον δεύτερο
με το άρρωστο φιατάκι του
την ώρα που οι γραμμές του κόσμου
όλου του κόσμου
όλου αυτού του λεγόμενου κόσμου
του χάριν συντομίας κόσμου
είχαν προσωρινά σβήσει
μέσα στα πράσινα μάτια σου
κι εγώ
ήμουν φυσικά
όχι εσύ
όχι ακόμα εσύ
νεκρός
κάτω απ’ τα συντρίμμια
μιας
μεξικάνικης
κουβέρτας
Σταύρος Σταυρόπουλος
(αναδημοσίευση από το blog του http://sstavropoulos.blogspot.gr/2014/03/blog-post_29.html)