Υπάρχουν άνθρωποι που όταν πεθαίνεις κοντά τους, στην αγκαλιά τους, δεν πεθαίνεις ποτέ και άλλοι που ζεις μαζί τους πεθαίνοντας κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό.
Οι πρώτοι είναι αυτοί που και στο τηλέφωνο να τους ακούσεις, ανοίγουν οι ουρανοί, έρχονται τα γράμματα τα εικοσιτέσσερα, σε βρίσκουνε αδειανό και ορθάνοιχτο, σε παίρνουν, σε σηκώνουν, σε γεμίζουν, σε γράφουν, σε σκάβουν, σε μουσκεύουν, σε κάνουν λέξη. Λέξη μυστική, ανάλαφρη, ξερή και φτερωτή για να ξεφύγεις, να πετάξεις μακριά.
Κόλπο. Τρίπλα. Ποίημα. Γραφή καρκινική.
Φέρνουν τα άνθη, το περίπτερο, τον δρόμο ολόκληρο με όλο το χώμα και τη σκόνη του, τον βράχο που έχεις. Την πέτρα την ασφαλή, τη σταθερή, την άκαμπτη που πάνω της συντρίβεται οτιδήποτε απειλεί την ανεξαρτησία σου.
Τη θάλασσα που έμαθες να κολυμπάς, τη πρώτη σου βροχή, το πρώτο χιόνι, τη μητέρα σου.
Έρχονται μαυροσκούφηδες με άδεια σαρανταοχτάωρη από τη μονάδα τους με τον λαχνό που κέρδισαν στο λόττο κι αδειάζουν στο κρεβάτι σου σακούλες σοκολάτες, καραμέλες, τσολιαδάκια και ζαχαρωτά. Τη μυρωδιά, τη μύτη σου για πάντα.
Είναι αυτοί οι ίδιοι που αργότερα βρίσκουν πατάρια και καταπακτές για να σε κρύψουν απόβλητο και λιποτάκτη, όταν θηρία και σκυλιά σε κυνηγούν και σε γαβγίζουν, όταν σε σημαδεύουνε από παντού.
Εκείνοι που σου δίνουνε τα λόγια για να απολογηθείς, τα δυο τους χέρια να τα τρίψεις και να ζεσταθείς. Το δάκρυ τους να κλάψεις, το σοβαρό το γέλιο να γελάσεις. Έτοιμοι να πληρώσουν για το πείσμα σου.
Αυτοί που γίνονται τραγούδι και χορός, δρόμος και μοίρα σου.
Οι άλλοι τρίζουνε, κολλάνε, δε γυρνάει το κλειδί, δεν ξεκινάνε, ζητάνε όλη την ώρα λάδι απ’ το καντήλι σου, το φως, τη φλόγα, τη λαμπάδα της Λαμπρής, σε σπάνε και σε σβήνουνε. Σε δίνουνε. Στους πέντε δρόμους σε αφήνουνε. Φανάρι τσακισμένο.
Ό,τι έχεις και δεν έχεις κι αυτά ακόμα τα φαντάσματά σου και εκείνα να στα πάρουνε, να σε φουντάρουνε.
Θοδωρής Γκόνης