Περιμέναμε στο Σύνταγμα το βράδυ
ανάμεσα στις αδειανές καρέκλες και στο σβηστό το φως περιμέναμε τις αγάπες.
Όμως οι αγάπες δεν ήρθανε
γιατί δεν μπορούσανε να μας δώσουν τ' αληθινό. Περιμέναμε μες στο βρωμόσπιτο
αγκαλιά με τις γυναίκες μιας βραδιάς
περιμέναμε την ηδονή
όμως ηδονή δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό.
Περιμέναμε πάνω στις βουνοκορφές
ανάμεσα στα κεραυνωμένα δέντρα
περιμέναμε κάτι από τη φύση
όμως αυτό το κάτι δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό.
Περιμέναμε με τους σοφούς
Μέσα στ' αργαστήρια σκυμμένοι στις μελέτες
περιμέναμε τη γνώση
όμως η γνώση δεν ήρθε
γιατί δεν μπορούσε να μας δώσει τ' αληθινό.
Περιμέναμε με τις παρέες πάνω απ' τα βουβά ποτήρια. Περιμέναμε το μεγάλο το ωραίο το ιδανικό.
Περιμέναμε, μα τίποτα δεν ήρθε
τίποτα δεν μπορούσε να 'ρθει...
Και συρθήκαμε αργά στο σπίτι
γι' άλλη μια βραδιά.
ΘΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ
Το ξέρω
πως τώρα που θάρθει η άνοιξη
θα μου μιλήσει.
Θα μου πεί για τ` ανοικτά πανιά
πάνω στις γαλάζιες θάλασσες
που τρέχουνε και σμίγουνε με τα όνειρα.
Θα μου πεί για τα δελφίνια
που ρυθμικά αργοφαίνονται
στο βάθος του ορίζοντα
σαν ασυνάρτητες γλυκιές ελπίδες
Θα μου πεί για τα πολλά χρωματιστά
λουλούδια της
που θα ξαναπνίξουνε τους κάμπους
σαν τα χαρούμενα φιλιά.
Θα μου πεί για τις νέες καρδιές
που θα φουσκώσουν πάλι
όλο χαρά και έξαψη.
Θάρθει και πάλι η άνοιξη
και σαν διάπλατη σημαία
θα κυματίσει στον αέρα
θριαμβευτικά.
Το ξέρω, το ξέρω πως θα μου μιλήσει,
και πως θα θέλει να μου πεί
κάτι πιο ουσιαστικό
κάτι πιο μεγάλο
Μα δεν ξέρω την γλώσσα της
δεν την καταλαβαίνω
και τυραννιέμαι.
ΑΠΟΡΙΑ
'Όταν άφησες τα καστανά μαλλιά σου
τα λυθούνε ως κάτω στους γοφούς,
όταν έγδυσες το κορμί σου
από τα περιττά
και κείνο πέταξε ουράνιο τόξο
γύρω στις ρόγες του στήθους σου
και γέμι' άσπρα τριαντάφυλλα
όλο το κορμί σου
και το λεπτό το διάφανο το πρόσωπό σου
κ' ήρθες και στάθηκες μπροστά μου
μ' εκείνο το αφάνταστο το φως μέσά στα μάτια σου
και μ' ένα θρίαμβο για την ασύλληπτη ομορφιά σου,
λυπήθηκα μόνο,
πώς δεν είχαμε καθρέφτη
μέσα στο πληχτικό δωμάτιο
για να καρφωθεί βαθιά μεσ' τον υδράργυρο
η εικόνα σου,
έστω και παροδικά,
κάπου ν' αποτυπωθεί
αυτή ή ύπαρξη σου
αυτή ή προσφορά...
για ναχει μαρτυριάτικα ή μνήμη μου
και πάντα να χαίρεται
πώς γνώρισε,
τα πιο δροσερά
τα πιο αγνά
τα πιο πλούσια
νερά του κόσμου.
Τώρα τα θυμάμαι αυτά τ' απογεύματα
τα μοναδικά.
Τα θυμάμαι κι αναρωτιέμαι
Αν, αυτά μαζί με τις νύχτες
και τα ξημερώματα,
τους κήπους και τα όνειρα
τα μπάνια στη θάλασσα,
τις φιλοδοξίες και τις αποτυχίες,
αν θα τα πάρουμε μαζί μας
Ή αν σαν το χρώμα
θα τ' αφίσουμε πίσω μας
σ' άλλα χέρια
γι' άλλη κατάνυξη
γι' άλλο σκοπό
τέλεια ξένο με την αρχική τους σημασία.
Ανδρέας Καμπάς
(ποιήματα από το βιβλίο του "Ποιήματα και Πεζά", Άγρα, 2016)
ΘΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ
Το ξέρω
πως τώρα που θάρθει η άνοιξη
θα μου μιλήσει.
Θα μου πεί για τ` ανοικτά πανιά
πάνω στις γαλάζιες θάλασσες
που τρέχουνε και σμίγουνε με τα όνειρα.
Θα μου πεί για τα δελφίνια
που ρυθμικά αργοφαίνονται
στο βάθος του ορίζοντα
σαν ασυνάρτητες γλυκιές ελπίδες
Θα μου πεί για τα πολλά χρωματιστά
λουλούδια της
που θα ξαναπνίξουνε τους κάμπους
σαν τα χαρούμενα φιλιά.
Θα μου πεί για τις νέες καρδιές
που θα φουσκώσουν πάλι
όλο χαρά και έξαψη.
Θάρθει και πάλι η άνοιξη
και σαν διάπλατη σημαία
θα κυματίσει στον αέρα
θριαμβευτικά.
Το ξέρω, το ξέρω πως θα μου μιλήσει,
και πως θα θέλει να μου πεί
κάτι πιο ουσιαστικό
κάτι πιο μεγάλο
Μα δεν ξέρω την γλώσσα της
δεν την καταλαβαίνω
και τυραννιέμαι.
ΑΠΟΡΙΑ
'Όταν άφησες τα καστανά μαλλιά σου
τα λυθούνε ως κάτω στους γοφούς,
όταν έγδυσες το κορμί σου
από τα περιττά
και κείνο πέταξε ουράνιο τόξο
γύρω στις ρόγες του στήθους σου
και γέμι' άσπρα τριαντάφυλλα
όλο το κορμί σου
και το λεπτό το διάφανο το πρόσωπό σου
κ' ήρθες και στάθηκες μπροστά μου
μ' εκείνο το αφάνταστο το φως μέσά στα μάτια σου
και μ' ένα θρίαμβο για την ασύλληπτη ομορφιά σου,
λυπήθηκα μόνο,
πώς δεν είχαμε καθρέφτη
μέσα στο πληχτικό δωμάτιο
για να καρφωθεί βαθιά μεσ' τον υδράργυρο
η εικόνα σου,
έστω και παροδικά,
κάπου ν' αποτυπωθεί
αυτή ή ύπαρξη σου
αυτή ή προσφορά...
για ναχει μαρτυριάτικα ή μνήμη μου
και πάντα να χαίρεται
πώς γνώρισε,
τα πιο δροσερά
τα πιο αγνά
τα πιο πλούσια
νερά του κόσμου.
Τώρα τα θυμάμαι αυτά τ' απογεύματα
τα μοναδικά.
Τα θυμάμαι κι αναρωτιέμαι
Αν, αυτά μαζί με τις νύχτες
και τα ξημερώματα,
τους κήπους και τα όνειρα
τα μπάνια στη θάλασσα,
τις φιλοδοξίες και τις αποτυχίες,
αν θα τα πάρουμε μαζί μας
Ή αν σαν το χρώμα
θα τ' αφίσουμε πίσω μας
σ' άλλα χέρια
γι' άλλη κατάνυξη
γι' άλλο σκοπό
τέλεια ξένο με την αρχική τους σημασία.
Ανδρέας Καμπάς
(ποιήματα από το βιβλίο του "Ποιήματα και Πεζά", Άγρα, 2016)