(...) Κάποια μέρα είχε την αναίδεια να μου ανακοινώσει ότι περίμενε παιδί, όχι από κανέναν άλλον, ήταν ήδη τεσσάρων ή πέντε μηνών έγκυος, αλλά από μένα. Γύρισε στο πλάι να δω την κοιλιά της. Ξεντύθηκε μάλιστα, προφανώς για να με πείσει ότι δεν έκρυβε μαξιλάρι κάτω από τη φούστα της, αλλά και επειδή της άρεσε απλώς να ξεντύνεται. Μπορεί να είναι ανεμογκάστρι, της είπα, με ύφος καθησυχαστικό. Κάρφωσε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ, ή μάλλον το ένα της μεγάλο μάτι, γιατί το άλλο είχε ξεμείνει στα υπολείμματα του υακίνθου. Γυμνή γινόταν πιο αλλήθωρη. Κοιτάξτε, είπε, και σκύβοντας τα στήθη της κρέμασαν, οι ρώγες άρχισαν να σκουραίνουν. Επιστράτευσα όση δύναμη μου είχε απομείνει και είπα, Ρίξτε το, ρίξτε το, και θα γίνουν πάλι ροδαλές. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να φαίνονται καλύτερα όλες οι καμπυλότητές της. Είδα το βουνό, αδιάβατο, σπηλαιώδες, μυστικό, όπου ολημερίς δεν θα άκουγα παρά μόνο τον άνεμο, τα θαλασσινά πουλιά, τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών που μακριά έσπαγαν πέτρες. Θα έβγαινα όσο ήταν μέρα ανάμεσα στα ρείκια και τα σπάλαθρα, ζέστη νοτισμένη από μυρωδιές, τη νύχτα θα κοίταγα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το 'θελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων που είχε ονομάσει για χάρη μου ο πατέρας, όταν ήμουν μικρός, και θα ξανάβρισκα τα ονόματά τους στη μνήμη μου, αν το 'θελα, τα γνώριζα. Από κείνη τη μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, στο χειρότερο και στο μη χειρότερα. Όχι ότι με παραμελούσε, δε θα με παραμελούσε ποτέ εντελώς, αλλά ο τρόπος που συνέχιζε να με βασανίζει με το παιδί "μας", επιδεικνύοντας την κοιλιά και τα στήθη και λέγοντας ότι αναμενόταν ανά πάσα στιγμή, το ένιωθε ήδη να πηδά. Αν πηδά, είπα, δεν είναι δικό μου. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα, σ'εκείνο το σπίτι, είναι αλήθεια, φυσικά μπορεί να μην ήταν το ιδεώδες, δεν υποτιμούσα όμως και τα πλεονεκτήματά του. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν, τρέμω τον χειμώνα. Αν και γιατί να τρέμεις τον χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι κρατά ζέστη και πνίγει το σαματά και οι χλωμές μέρες δεν αργούν να τελειώσουν. Τότε όμως δεν ήξερα ακόμη πόσο τρυφερή μπορεί να είναι η γη σ'εκείνους που δεν έχουν παρά μόνο αυτή και πόσοι είναι οι τάφοι στο δόσιμό της, για τους ζωντανούς. Η γέννηση με αποτελείωσε. Με ξύπνησε. Τι πρέπει να πέρναγε κι εκείνο το βρέφος! Φαντάζομαι ότι πρέπει να είχε και κάποια γυναίκα μαζί της, γιατί νομίζω πως άκουγα βήματα στην κουζίνα πάνω κάτω. Το έφερα βαρέως να φύγω από το σπίτι δίχως να με έχουν διώξει. Σκαρφάλωσα πάνω από τη ράχη του καναπέ, έβαλα το παλτό, το αδιάβροχο και το καπέλο μου, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτ' άλλο, έδεσα τις μπότες μου κι άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. Ένας σωρός από παλιοπράγματα μου έφραζε τον δρόμο, τα παραμέρισα όμως κι άνοιξα δρόμο τελικά, παρά τον σαματά. Γάμος ήταν η λέξη που χρησιμοποίησα, γιατί ήταν έτσι κι αλλιώς κάποιο είδος ένωσης. Οποιαδήποτε προφύλαξη θα είχε αποδειχτεί περιττή, τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει εκείνες τις κραυγές. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με καταδίωκαν μέχρι τις σκάλες και έπειτα έξω στον δρόμο. Μπροστά από την πόρτα κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα. Ακούγονταν κι εκεί. Αν δεν ήξερα ότι υπήρχαν κραυγές στο σπίτι ίσως και να μην τις άκουγα. Γνωρίζοντάς το όμως τις άκουγα. Δεν ήξερα με βεβαιότητα που βρισκόμουν. Κοίταξα ανάμεσα στ' άστρα και στους αστερισμούς για τις Άρκτους, δεν μπορούσα όμως να τις βρω. Κι όμως εκεί θα ήταν. Πρώτος ο πατέρας μου τις είχε δείξει. Μου είχε δείξει κι άλλους, αλλά μονάχος, δίχως εκείνον πλάι μου, μόνο τις Άρκτους μπορούσα να βρω. Άρχισα να παίζω με τις κραυγές, όπως είχα παίξει με το τραγούδι, μπρος, πίσω, μπρος, πίσω, αν τούτο μπορεί να ονομαστεί παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, τις σκέπαζαν τα βήματα. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα και πάλι, ίσως λίγο πιο εξασθενημένες κάθε φορά, εντάξει, αλλά τι σημασία έχει, εξασθενημένη ή δυνατή, μια κραυγή είναι μια κραυγή, και το μόνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει κάποτε να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα ότι θα σταματούσαν. Τώρα δεν το πιστεύω πια. Θα μπορούσα πιθανόν να είχα ξαναγαπήσει. Αν και, ή αγαπάς ή δεν αγαπάς.
Σάμιουελ Μπέκετ
(απόσπασμα από το διήγημα "Πρώτος έρωτας" που βρίσκεται στην συλλογή διηγημάτων "Πρόζες 1945-1980", Πατάκης, 2013)