(του Γιάννη Τσαρούχη, "Ερωτόκριτος", 1955)
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ’ ένα φαρί ν ολόμαυρο, το `να του πόδι είν’ άσπρο,
και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο.
Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του‧
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κι εφαίνουντον κι εκείνη.
Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση,
μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Βιτσέντζος Κορνάρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου