Όπως έσκυψε το κεφάλι του να βρει το μάγουλο της, η Μέγκυ ανασηκώθηκε στις μύτες και περισσότερο από τύχη παρά από σκοπιμότητα, άγγιξε με τα χείλια της τα δικά του. Τραβήχτηκε σαν να είχε γευτεί το δηλητήριο της αράχνης, μετά έγειρε μπρος ξανά προτού τη χάσει, προσπάθησε να πει κάτι πάνω στο γλυκό κλειστό της στόμα, που άνοιξε όπως έκανε να του απαντήσει η Μέγκυ. Καθώς τη φιλούσε σαν να έπαιρνε την τελευταία του ανάσα, θαρρείς κι έγινε ρευστό το κορμί της, ένα ζεστό αναλυτό σκοτάδι, το ένα του χέρι ήταν σφιγμένο γύρω από τη μέση της, το άλλο στο μήκος της πλάτης της με την παλάμη χωμένη στα μαλλιά της, να της κρατάει το πρόσωπο στραμμένο στο δικό του, σαν να φοβόταν πως θα του έφευγε εκείνη την ίδια στιγμή, πριν προφτάσει να καταλάβει και να καταχωρήσει στο νου του τούτη την απίστευτη παρουσία που ήταν η Μέγκυ. Που ήταν η Μέγκυ και που δεν ήταν η Μέγκυ συνάμα, πολύ ξένη για να είναι γνώριμη, γιατί η δικιά του Μέγκυ δεν ήταν γυναίκα, δεν σου έδινε την αίσθηση μιας γυναίκας, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ γυναίκα γι'αυτόν. Όπως δεν θα μπορούσε κι ο ίδιος να γίνει άντρας για κείνη.
Colleen McCullough
(απόσπασμα από το βιβλίο της "Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας" , Ζάρβανος, 1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου