Έρχεται αυτός με τη γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία.
― Από πού είσαι; τον ρωτάω.
― Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει.
Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμισι ώρες μέχρι το Παίδων. Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει τώρα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ως τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα.
Έρχεται καμιά φορά, του λέω: Τι έγινε;
Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τι σου χρωστάω;
Τι να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δε με είχε συμφωνήσει. Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε.
Του λέω είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές;
Βγάζει ένα πεντακοσάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο.
Τον είδα που δίσταζε.
― Τι είναι;
Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα;
Ντρεπότανε.
― Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ ένα συγγενή μου;
Του λέω δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα.
Τι να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.
Θανάσης Βαλτινός
(διήγημα από το βιβλίο του "Εθισμός στη νικοτίνη", Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου