Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017
Κυριακή 27 Αυγούστου 2017
Η σύνθλιψη των σταγόνων
Σ’ αγαπώ απ΄ το φρύδι, απ’ τα μαλλιά, σε διαφιλονικώ σε διαδρόμους
λευκότατους όπου παίζονται οι πηγές του φωτός
σε αμφισβητώ σε κάθε όνομα, σε πιάνω με λεπτότητα ουλής
σου βάζω στα μαλλιά στάχτες από κεραυνό
και κορδέλες που κοιμούνταν στη βροχή.
Δεν θέλω να έχεις μια μορφή, να είσαι,
ακριβώς ότι έρχεται πίσω από το χέρι σου,
γιατί το νερό, υπολόγισε το νερό, και οι λέοντες
όταν διαλύονται στη ζάχαρη του μύθου,
και οι χειρονομίες, αυτή η αρχιτεκτονική του τίποτα,
ανάβοντας τις λάμπες της στη μέση της συνάντησης.
Όλο το αύριο είναι ο πίνακας όπου σε εφευρίσκω και σε σχεδιάζω
για να σε σβήσω σύντομα, έτσι δεν είσαι, ούτε καν
μ' αυτά τα ίσια μαλλιά, αυτό το χαμόγελο.
Ψάχνω το άθροισμά σου, στην άκρη της κούπας όπου το κρασί
είναι επίσης η σελήνη κι ο καθρέφτης,
ψάχνω αυτή τη γραμμή που κάνει να τρέμει ένας άνθρωπος
σε μια στοά του μουσείου.
Επίσης σ’ αγαπώ, και έχει καιρό και κρύο.
Χούλιο Κορτάσαρ
Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017
Ποίημα στους φίλους
Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.
Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.
Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.
Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.
Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
Jorge Luis Borges
(από το βιβλίο "Ποιήματα", μτφρ.: Δημήτρης Καλομοίρης, εκδόσεις Πατάκη)
Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017
Τρίτη 18 Ιουλίου 2017
Γενικευμένος φόβος
Όσοι δουλεύουν, φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Όσοι δε δουλεύουν, φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.
Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.
Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.
Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.
Ζούμε στα χρόνια του φόβου.
Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.
Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.
Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.
Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ' όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.
Eduardo Galeano
Κυριακή 9 Ιουλίου 2017
Μισήστε
Μισήστε όποιον δεν ανήκει στη φυλή σας.
Μισήστε όποιον δεν έχει την πίστη σας.
Μισήστε όποιον δεν ανήκει στην ίδια με σας κοινωνική θέση.
Μισήστε, μισήστε και μισητοί θα καταντήσετε.
Του μίσους έπεται η σταυροφορία.
Είτε θα σκοτώσετε είτε θα σκοτωθείτε.
Όπως και να ΄χει,
θα 'στε εσείς του μίσους σας τα θύματα.
Ο κανόνας έχει ως εξής:
Δεν δύναται κανείς να 'ναι μονάχος του ευτυχής.
Αν ο πλησίον σας δεν είναι ευτυχισμένος,
ούτε κι εσείς θα είστε ευτυχείς,
Αν ο πλησίον σας δεν έχει μέλλον,
μέλλον δεν θα 'χετε ούτε κι εσείς,
Αν ο πλησίον σας ζει μες στην πίκρα,
μέσα στην πίκρα θα ζείτε κι εσείς,
Αν ο πλησίον σας δεν αγαπιέται
δεν θ' αγαπιέστε ούτε κι εσείς.
Ο κόσμος είμαστε όλοι εμείς, ή τίποτα.
Aνέπαφη αφήνει την αιωνιότητα τού εγωισμού σας το καταφύγιο.
Αν ο πλησίον σας δεν υπάρχει, δεν υπάρχετε ούτε κι εσείς.
Louis Calaferte
Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017
Διάλογοι
Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει
Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.
Σχέδιο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ οὐρανοῦ
(...)
Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ
φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.
Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.
στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.
Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.
Μὴ δείχνεις - εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.
Ἡ φωνή μου λυγίζει.
Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.
Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.
Νίκος Καρούζος
Σάββατο 27 Μαΐου 2017
Πέμπτη 4 Μαΐου 2017
Πέσαμε
Το πρωί ο πατέρας ανάβει τσιγάρο
Καίει ο,τι όνειρα είδε και φοβήθηκε
Δεν το λέει σε κανέναν
Μόνο πίνει, πίνει μέχρι να πνίγουν
Μετά βάζει το τσιγάρο μπρος απ' το στόμα του και
Φυσά να πάρει φωτιά ο,τι απέμεινε από τα πτώματα
Όμως μετά πάλι πίνει
Πίνει επειδή έπεσε
Πίνει επειδή έπεσα
Πίνει επειδή πέσαμε
Πίνει επειδή έπεσες και εσύ
Πίνει επειδή έπεσαν και αυτοί
Πίνει επειδή όλοι μας δυστυχώς κάπως πέσαμε
Μέσα στη λίμνη του αλκοόλ του κ' έπειτα
μας καίει με το τσιγάρο που ανάβει το πρωί
αφού είδε όνειρα και φοβήθηκε πολύ.
Ερασιτέχνης Άνθρωπος
Ετικέτες
τα ερασιτεχνικά μου
Πέμπτη 20 Απριλίου 2017
Υπογράμμισε το σωστό σου
Προσπαθώ να κάνω το σωστό ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας γύρω μου.
Συμφωνώ
Διαφωνώ
Προσπαθώ να κρύβω από τους άλλους αυτά που σκέφτομαι πραγματικά.
Συμφωνώ
Διαφωνώ
Το παιδί σου κινδυνεύει στη θάλασσα. Καθώς πηγαίνεις να το πιάσεις, συνειδητοποιείς ότι κινδυνεύουν εξίσου κι άλλα δέκα παιδιά, Μπορείς να πας να σώσεις το παιδί σου αμέσως ή να βοηθήσεις και τα υπόλοιπα, κάτι που θα πάρει περισσότερο χρόνο. Τί κάνεις;
Σώζω το παιδί μου
Σώζω άλλα δέκα παιδιά
Είναι καλύτερο να πεις ένα ψέμα και να διατηρήσεις τον έλεγχο μιας κατάστασης απ' ό,τι να πεις την αλήθεια με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Συμφωνώ
Διαφωνώ
'Ένας σταθμάρχης έχει ευθύνη να αλλάζει τις σιδηροδρομικές ράγες σ' έναν απομακρυσμένο κόμβο. Παρά τους κανόνες, παίρνει τον γιο του στη δουλειά, αλλά του δίνει αυστηρές οδηγίες να μην πλησιάσει τις γραμμές του τρένου. Αργότερα βλέπει ένα τρένο να πλησιάζει, αλλά προτού αλλάξει τις ράγες, εντοπίζει τον γιο του να παίζει εκεί, ενώ είναι πολύ μακριά για να του φωνάξει. Αν δεν αλλάξουν οι γραμμές, το τρένο σίγουρα θα συγκρουστεί με κάποιο άλλο, και θα υπάρξουν πολλά θύματα. Αν, όμως, αλλάξουν, το τρένο σίγουρα θα σκοτώσει τον γιο του. Ό,τι κι αν επιλέξει, θα έχει μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να τρέξει και να προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον οδηγό του τρένου και τον γιο του πριν από τη σύγκρουση.
Αλλάζω τις γραμμές
Δεν αλλάζω τις γραμμές
Εμπλέκεσαι σ' αυτοκινητικό ατύχημα στο οποίο φταις εσύ. Η άλλη οδηγός έχει μπερδευτεί και νομίζει πως φταίει εκείνη. Λες στην αστυνομία πως έφταιγες εσύ ή όχι;
Φταίει εκείνη
Φταίω εγώ
Ένας κοντινός σου άνθρωπος σου εκμυστηρεύεται ότι χτύπησε κάποιον με το αυτοκίνητο ενώ ήταν μεθυσμένος. Ως αποτέλεσμα, έκοψε το ποτό. Νιώθεις υποχρεωμένος να το πεις στην αστυνομία;
Το λέω
Δεν το λέω
J. P. Delaney
(απόσπασμα από το βιβλίο του "Το προηγούμενο κορίτσι", Ψυχογιός. 2017)
Σάββατο 8 Απριλίου 2017
Δεν είσαι μόνο εσύ στον κόσμο
Νίκος Σιδέρης
(απόσπασμα από το βιβλίο "Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!", σελ. 99, Μεταίχμιο, 2009)
Δευτέρα 3 Απριλίου 2017
Η τρελή γριά
Η τρελή γριά μάζευε σ' αρμαθιές το φως και το 'ριχνε στο υπόγειο. Ύστερα κλείδωνε καλά πόρτες και παράθυρα και καθόταν στη βεράντα για να του πλέξει κανένα φανελάκι: "Δεν είναι μαθημένο στο κρύο και την υγρασία. Να το φορά, να μην κρυώνει για ν' αντέξει μέχρι το χειμώνα να μας φέγγει τις μέρες που θα φυσά και θα βρέχει.", μιλούσε στην ηχώ της η τρελή γριά.
Λεωνίδας Κακάρογλου
Σάββατο 1 Απριλίου 2017
Ένα φάντασμα
Όπου η Μοίρα μ' εξόρισε ήδη
Εκεί ποτέ δε μπαίνει ακτίνα ρόδινη και χαρωπή
Εκεί μόνο με τη Νύχτα, αγέλαστη κυρία,
Είμαι σαν ένα ζωγράφο που ένας σαρκαστής Θεός
Αλίμονο, τον καταδικάζει να ζωγραφίζει, πάνω στα ερέβη
Όπου μάγειρας με πένθιμες ορέξεις,
Μαγειρεύω και τρώω την καρδιά μου,
Στιγμές στιγμές λάμπει και ξαπλώνεται κι απλώνεται
Μια οπτασία πλασμένη από χάρη και λάμψη.
Με τ' ονειρικό κι ανατολίτικο βάδισμά της
Όταν φτάνει μ' ολόκληρο το μεγαλείο της,
Αναγνωρίζω την ωραία μου μουσαφίρισσα:
Αυτή είναι! μαύρη κι όμως τόσο φωτεινή.
Σαρλ Μπωτλαίρ
Σάββατο 18 Μαρτίου 2017
Το μέτρημα
μια μια το νερό τις διέλυε
Με κοίταξες σκεπτική
Βλέπεις;
Η ζωή δε χάνεται μια φορά, είπες
Τη ζωή τη χάνεις πολλές φορές από λίγο
Άρχισα να μετρώ πόση έχασα
Δεν έφταναν τα δάχτυλα
Γέλασες
Πόση ζωή έχασα;
Ακόμη περιμένω να αρχίσει
κι εσύ μου μιλάς για τέλος;
Πήρα να θυμώνω
Η ζωή δε χάνεται μια κι έξω,
Μαρία, ξαναείπες χωρίς καθόλου να γελάς
(σαν να μεγάλωσα ξαφνικά)
Κοίταξες τα χέρια μου,
άμμος γλιστρούσε απ' τα δάχτυλα
Τη ζωή, είπες,
τη χάνεις λίγο λίγο
κάθε φορά που τη μετράς
Και τους ανθρώπους; ρώτησα,
αυτούς πώς τους χάνω;
Α, αυτούς δεν τους χάνεις! είπες
Απλώς μπερδεύεις στο μέτρημα
αυτούς που δεν είχες ποτέ
Μαρία Ζαγκλαρά
Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017
Θυσία
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ
Όταν διάβασα την ιστορία σου,
το βράδυ είχα πυρετό.
Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους
εκείνος διέκοπτε κι’ ανέβαινε στην αγχόνη.
εκείνος διέκοπτε κι’ ανέβαινε στην αγχόνη.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΑΤΑΤΣΟΣ
Εμείς; Τι είμαστε εμείς;
Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη (πολλή; Καλά, πολλή),
μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;)
μπορεί — οι πιο ευαίσθητοι — να τ᾽ αγρυπνήσουμε (αν και πόσες νύχτες;)
μα τίποτ᾽ άλλο.
Όλα τ᾽ άλλα είν᾽ της μητέρας του παιδιού.
Κώστας Μόντης
(Από το βιβλίο του “Στιγμές”, 1958)
Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017
Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος
Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.
Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.
Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα
Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας
Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
Antonio Machado
Ετικέτες
μουσική,
ποιήματά του
Σάββατο 11 Μαρτίου 2017
Αδερφική αγάπη
Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που την οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο. Όποιος αγαπάει τον άλλο έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού. Γιατί το μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην επιθυμήσεις, κι όλες γενικά οι εντολές συνοψίζονται στη μία ετούτη: Ν' αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Η αγάπη σε καμιά περίπτωση δεν κάνει κακό στον άλλο. Η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού.
Απόστολος Παύλος
(επιστολή "Προς Ρωμαίους", κεφάλαιο 13)
Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017
Μνήμη Χρυσόψαρου
Πρόσφατα ομάδα επιστημόνων από το Ισραήλ, παρουσίασε τα στοιχεία μιας ενδιαφέρουσας μελέτης γύρω από τη μνήμη των χρυσόψαρων. Πειράματα έρχονται να καταρρίψουν έναν ακόμα μύθο και να αποδείξουν πως τελικά, το συγκεκριμένο είδος ψαριών διαθέτει μνήμη, η οποία μάλιστα διαρκεί έως και αρκετούς μήνες μετά τη βίωση όποιας εμπειρίας, ενώ επικεντρώνεται στο αίσθημα του πόνου. Ηλεκτρικοί ακροδέκτες , τοποθετημένοι σε ενυδρείο, ΄΄χτυπούσαν΄΄ τα ψάρια, κάθε φορά που πλησίαζαν συγκεκριμένα σημεία. Σύντομα διαπιστώθηκε πως τα χρυσόψαρα απέφευγαν να πλησιάσουν εκεί για πολλές εβδομάδες…
«Ορίστε μας…Τα βλέπεις;
Μέχρι και τα παλιόψαρα τελικά θυμούνται…» Πέταξε το τηλεκοντρόλ πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας. Ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο, από κείνα τα αλέκιαστα,
καλύπτει τελευταία το καφέ, σκαλιστό ξύλο. «Κάποτε, τις όμορφες εκείνες μέρες,
άπλωνε τα κοφτά της προίκας της. Πάντα
λευκά και καλοσιδερωμένα, αντάξια της φήμης που είχε στη γειτονιά.
Νοικοκυρά και κιμπάρισσα. Έπρεπε να την έβλεπες τότε. Κυρία με τα όλα της.
Ντυμένη στην τρίχα, με τα ταγιεράκια της, το καλοχτενισμένο της μαλλί. Το σπίτι
μας; Χάρμα ιδέσθαι! Λαμποκοπούσε, ντρεπόσουν να πατήσεις. Κι όλα περνούσαν απ
’το χέρι της. Έφερνε βόλτα το σπίτι, τους λογαριασμούς, εμένα. Κυρίως εμένα.
Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα, ήξερα πως θα γεράσουμε μαζί. Έστω κι
έτσι…»
Είναι ένας από τους καθημερινούς
μονολόγους του Τ κάθε φορά που
αναζητά
λίγη παρηγοριά στο παρελθόν. Κάθε που την
κοιτάζει με την ίδια ακριβώς ευγνωμοσύνη για όλα όσα υπήρξε κάποτε.
Πράγματι, οι περιγραφές του ταιριάζουν γάντι με εκείνες όσων τους επισκέπτονται
συχνά πυκνά. Όλοι ανεξαιρέτως μιλούν για μια
εκπάγλου καλλονής γυναίκα, που άθελά της προκαλούσε τη ζήλια όλων των
θηλυκών του τετραγώνου. Το ίδιο
γυναικομάνι που τώρα συρρέει κατά δεκάδες,
φέρνοντας φαγητό στον κακομοίρη -έτσι τον χαρακτηρίζουν χαμηλοφώνως-
σύζυγό της. Έφτασε η ώρα να αποδείξουν κι αυτές με τη σειρά τους την κρυμμένη
τους νοικοκυροσύνη. Σαν καλές χριστιανές, έρχονται καθημερινά να βοηθήσουν όπως
όπως ή μάλλον να οικτίρουν με θυμηδία τη
γειτόνισσα, που έτσι τα έφερε η μοίρα
και έπεσε τελικά στην ανάγκη τους. Και κάθε βράδυ, μέσα στα φαρδιά τους
νυχτικά, προσεύχονται μην τις βρει ποτέ το Κακό.
Η Δ με έφερε εδώ πριν τρία χρόνια.
Μου χάρισε ένα σπίτι στο οποίο ομολογουμένως βρήκα περισσότερα απ ’όσα θα
μπορούσα ποτέ να ζητήσω, με το φαγητό και την καθαριότητα στις υψηλότερες
θέσεις της λίστας. Ο Τ με καλοδέχτηκε
αμέσως. Εξάλλου ό,τι αγαπούσε εκείνη το αγαπούσε ο ίδιος διπλά. Τους λάτρεψα
από την πρώτη στιγμή .Οι κινήσεις τους στοργικές στο κάθε τι. Όταν ο Τ της χάιδευε τα μαλλιά ή όταν η Δ σερβίριζε το
φαγητό στα πιάτα σαν σε ιεροτελεστία. Ήμουν κι εγώ αποδέκτης μιας αγάπης ουσιαστικής, που κρατούσε πενήντα
ολόκληρα χρόνια. Τον πρώτο καιρό, περνούσαμε τις περισσότερες ώρες στο σαλόνι,
παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ για σπάνια
είδη της τροφικής αλυσίδας, νέες έρευνες και πειράματα πάνω στα οποία έπειτα η
Δ και ο Τ συζητούσαν διεξοδικά, μέχρι που τους έπαιρνε τελικά ο ύπνος αγκαλιά
στον καναπέ. Κάθε πρωί γευμάτιζαν στο μεγάλο, ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Πάνω
στο λευκό τραπεζομάντηλο, περίοπτη θέση είχαν δυο πορσελάνινα, λουλουδάτα
φλιτζάνια γεμάτα αχνιστό, ελληνικό καφέ απ’ τα χεράκια της. Έπειτα οι δρόμοι
τους χώριζαν μέχρι την ώρα του μεσημεριανού. Εκείνος, αφού πρώτα της έδινε ένα
γλυκό φιλί στο μέτωπο, φορούσε το καπέλο
με τον πλατύ γείσο και κατηφόριζε προς το κοντινό καφενείο. Η Δ έμενε στο
σπίτι. Διατηρώντας το ίδιο πάντα γλυκό χαμόγελο, ξεκινούσε τις καθημερινές της
ασχολίες, τραγουδώντας καντάδες και αναπολώντας εποχές ερώτων και απόλυτης
ξεγνοιασιάς. Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, μου χαϊδεύεις γλυκά τα μαλλιά…
«Ώρα για το πρωινό σου. Καλή όρεξη!» Έτσι κεφάτα και μελωδικά ξεκινούσε και η
δική μου μέρα. Έμοιαζε με κινούμενο αερικό. Ψηλή, αδύνατη –λίγο κυρτή λόγω
ηλικίας- ντελικάτη. Τα άσπρα μαλλιά της πιασμένα πάντα σε χαμηλό κότσο άφηναν
το πρόσωπο να πρωταγωνιστεί. Λεπτά
χαρακτηριστικά με καμβά τη λευκή, σαν σαπούνι, επιδερμίδα. Οι βαθιές ρυτίδες δε
στερούσαν τίποτα από την ομορφιά της, έμοιαζαν μάλλον με διάσπαρτα ρυάκια που
κατέληγαν όλα στη μαύρη εκβολή των ματιών της. Η καθημερινή περιβολή της
φροντισμένη, εντός κι εκτός του σπιτιού . Πίστευε πως η γυναίκα μπορεί να είναι
περιποιημένη ακόμη και τώρα, στα
προτελευταία –ήντα, με μια μεγαλύτερη ίσως προσπάθεια απ’ ότι στο παρελθόν.
«Κι αφού ομορφύναμε
και στολιστήκαμε, ας μελετήσουμε τα κιτάπια μας». Έτσι ονόμαζε η Δ τους
λογαριασμούς πάσης φύσεως. Τους φυλούσε όλους σ ’έναν παλιό, ξεφτισμένο φάκελο,
τον οποίο αρνιόταν πεισματικά να αποχωριστεί αφού κάποτε λέει, συνδυαζόταν κατά
έναν περίεργο τρόπο, με όλα τα αγαπημένα της ταγιέρ. «Τα βλέπεις όλ’ αυτά;
Αχ…εγώ τα κουλαντρίζω. Αλλιώς καήκαμε. Με τις γκαζόλαμπες θα ήμασταν
.Τετρακόσια ευρώ η ΔΕΗ, πενήντα το νερό. Αύριο να πάω να τα πληρώσω. Αρχές του
μήνα. Θα’ χει μπει η σύνταξη. Μια χαρά
είμαστε. Δόξα τω Θεώ! Πάμε τώρα να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό μας». Εκείνες οι
μυρωδιές…Πότιζαν οι τοίχοι μπαχάρι και κανέλα. Καταγωγή από την Πόλη η Δ. Οι
συνταγές εκτελούνταν πάντα με το μάτι. Δυο πρέζες αλάτι, μία μπαχάρι, μία
κανέλα. Ήξερε εκείνη. «Καλοί οι τσελεμεντέδες αλλά σαν το μάτι… Όλα εδώ τα έχω.» Κι έδειχνε με το να χέρι την
καρδιά και με τ’ άλλο το μυαλό. Αυτά ήταν τα δυνατά της σημεία. Μια τεράστια
καρδιά που χωρούσε όλο τον κόσμο κι ένα τετραπέρατο μυαλό το οποίο ήξερε να
χρησιμοποιεί όπως έπρεπε. Έτσι το χρησιμοποιούσε και στα σταυρόλεξα που έλυναν
κάθε απόγευμα με τον Τ μετά το μεσημεριανό ύπνο. Κανένα Οριζοντίως και Καθέτως
δεν της ξέφευγε. Διάλεγε πάντα εκείνα για τους δυνατούς λύτες. Όταν ο Τ παραπονιόταν για το πόσο κουτός μοιάζει
μπροστά της, κατά βάθος τη θαύμαζε και χαιρόταν, ακόμη κι αν αυτό στοίχιζε στον αντρικό του εγωισμό. Το Κακό όμως δε
λογαριάζει δυνατούς λύτες· χτυπά Οριζοντίως και Καθέτως.
Το πρωί….το πρωί.. Λαλαλαλα. Όμορφο
τραγούδι μα πλέον λειψό. Τον τελευταίο χρόνο δεν το ξανακούσαμε ποτέ ολόκληρο.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Μια λειψή καντάδα στην αρχή κι έπειτα απλήρωτοι λογαριασμοί. Ξεχασμένοι σ’ έναν
ξεφτισμένο φάκελο, στο βάθος μιας ντουλάπας,
που έσφυζε από όμορφα ρούχα παραδομένα πλέον στο σκόρο και στην αχρησία.
Τις περισσότερες ώρες μας τώρα, τις περνάμε στην κουζίνα. Εκεί νιώθει ασφαλής.
Ο Τ μετέφερε και την τηλεόραση πάνω στον
πάγκο εργασίας, αφού πια δε χρησιμεύει σε κάτι άλλο. Το ένα δυνατό της σημείο
φαινόταν να ατροφεί. Απότομα, απροσδόκητα. Το άλλο έμενε εκεί , προσπαθώντας να
καλύψει το αδυσώπητο κενό.
Οριζοντίως…
Η Δ
λειτουργεί πια μόνο με την καρδιά.
Η Δ μιλά πότε
αργά, πότε γρήγορα, πότε καθόλου.
Η Δ δε
βγαίνει, δεν ανοίγει τα κιτάπια της , δε λύνει σταυρόλεξα.
Η Δ κοιτά τον
Τ με καχυποψία.
Η Δ δεν
παρακολουθεί έρευνες, δε μαγειρεύει, δε στρώνει λευκά τραπεζομάντιλα.
Η Δ δεν
κοιμάται αγκαλιά με τον Τ.
Η Δ δεν
κοιμάται.
Η Δ δεν ξέρει
αν είναι Δευτέρα, Τρίτη, Σάββατο.
Η Δ κλαίει,
σκίζει φωτογραφίες γάμου, πετά τα σκουπίδια απ ’το μπαλκόνι.
Η Δ χαράζει
τα μάγουλά της με ρουζ, έντονο κόκκινο και φορά την πλισέ της φούστα
ανάποδα.
Η Δ πίνει
χάπια exelon, noforit, nootrop· χαζεύει τη χρωματική πανδαισία
στις χούφτες
της- κόκκινα,
κίτρινα, ροζ- στρόγγυλα σαν τα κουμπιά του αγαπημένου της ταγιέρ.
Που το
έκρυψες; Θέλω να το φορέσω! Φέρ’ το
μου σου λέω! Είναι ανοιχτά σήμερα τα μαγαζιά! Θα βγω! Πρέπει
να φύγω! Άσε με! Με πονάς! Ποιος είσαι
εσύ; Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Ποια είμαι;
Καθέτως…
Ο Ο Ο Ο Δ Ο
Τ Τ Τ Τ Ν Τ
Ε Η
Π Τ Τ Μ Π Σ
Ρ Η Η Α Ε
Ο Ν Ν Θ Ζ Μ
Σ Α Ι Ι
Π Ψ Τ Ι Λ Λ
Α Α Α Ν Η Α
Θ Χ Ϊ Ε
Ε Ν Ζ Ι Ρ
Ι Ε Ε Ι
Ι Ι Λ Β
Ε Α
Ξ Σ
Ε Τ
Ι Ι
Σ Γ
Μ
Ι
Ν
Η
Ο Τ της μιλά… «Μέχρι και τα παλιόψαρα…» Τον κοιτάζει βουβή,
βυθισμένη στα νερά μιας απύθμενης θάλασσας.
Όσο για το δικό μου νερό, αυτό έχει μέρες να
αλλαχτεί. Και κάπως έτσι, ξέροντας ότι σιγά σιγά πνέω τα λοίσθια , σκέφτομαι πως
έχοντας καταρρίψει μύθους, πειράματα και έρευνες, θυμάμαι πολλά περισσότερα απ’
όσα θα περίμενε κανείς από ένα
χρυσόψαρο. Σε ένα πράγμα συμφωνώ με αυτούς εκεί στην οθόνη. Τον πόνο δεν τον
ξεχνάς εύκολα… Ακόμη κι αν τον κοιτάς,
μέσα από μια γυάλα.
Μαρία Μυλωνά
Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017
Πουλιά ταξιδεύουν στο δρόμο μας
-Μίλα!
-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
-Μίλα! Μίλα!
Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.
Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.
Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.
Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.
Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...
Πες της το.
Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.
Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.
Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.
Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.
Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.
Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.
Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.
Arseny Tarkovsky
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)