Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Χρειάζομαι τραύματα




Εγώ χρειάζομαι τραύματα για να 'μαι
κείνος που είμαι, βέλη και ημερομηνίες
να καρφώνονται πάνω μου, πόνο δίχως αιτία
για να κλαίω τη μοίρα μου, ποθητή οδύνη,
αγαπημένο μαρτύριο, δίψα για αίμα, χαρά
θανάτου στα εχθρικά μου χέρια
που με θέλουν νεκρό για να μ' αγαπούνε
και μου ορμάνε από μέσα μου
και κάνουν τον τρόμο χαράκωμα και τη λύπη
στρατηγική της ήττας μου.

Εγώ χρειάζομαι τραύματα για να κοιτάζω
μ' αυτά -κόκκινα μάτια- τη μάχη
όπου πεθαίνω στα χέρια του εαυτού μου.



Juan Vicente Piqueras




Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ο πολύτιμος χρόνος των Ώριμων




Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα… Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση. 
   Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά. Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες. 
 Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους. Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους. Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
   Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
 Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια. Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων… Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
   Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
   Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου. Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…



Mario de Andrade 




Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Τα ποιήματα στο δρόμο





Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
    Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
    Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
    Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
    Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
    Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
    Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.

    Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.




Νίκος Χουλιαράς



(περιοδικό "
Η Λέξη", τεύχος 147, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1998)




Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Δεν αποκλείεται





Δεν αποκλείεται να πεις
πως ξέχασες την ώρα, την ημέρα, την ύπαρξή μου.
Κι όμως εγώ παράτησα τις προσευχές
για να ’μαι έτοιμος. Έκοψα τις νηστείες,
έβαψα μαλλιά, τα ρούχα μου
τα ’χω κρυφά μυρώσει.
Για μια στιγμή μαζί, έπαιξα τον παράδεισο.
Είμαι υπότροπος, θαρρώ τον έχω χάσει.

Όμως δεν αποκλείεται εσύ να πεις
πως ήσουν σινεμά, ενώ πνιγόμουνα.



ΠΑΝΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ

Σα να ’χω χάσει την πατρίδα μου
- παντού ξεριζωμένος.
Σα να μην έχω πια μητέρα•
έτοιμος πάντοτε να κλάψω,
να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρχτες,
να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

Και μέσα μου να λιώνω από αγάπη,
να είμαι βέβαιος –αλίμονο– για την καταστροφή.


ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΝΥΧΤΑ ΜΕΡΑ

Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου,
έχει πεθάνει.

Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,
αλλάζω τις δουλειές, αλλάζω γνώμες.
Πάντα το μάτι μου αλλού•
μόλις ακούσω ναι έτοιμος να σαλπάρω.

Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά.
Κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.



ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
– να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.



ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά•
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.



Γιώργος Ιωάννου



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές





Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.



Γιώργος Σεφέρης


(από το βιβλίο "Τετράδιο Γυμνασμάτων/Σχέδια για ένα καλοκαίρι" Ίκαρος, 1993)






Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Η διάρκεια είναι πάθος




...
Η διάρκεια είναι πάθος.

Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια
χωρίς να το ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ.
Μου κάνει καλό.
Όπως η αγάπη μου για σένα φερ’ ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο κι από σένα ενίοτε.
Έλα, σε πειράζω.

Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά.




Μιχάλης Γκανάς



(ποίημα από το βιβλίο του «Ο ύπνος του καπνιστή», Καστανιώτης, 2003)




Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Φαρμακευτική αγωγή




Εδώ, κάτω απ' τις μασχάλες, πονάω
Άκου τον σφυγμό μου
και άσε με να αναμετρηθώ με το ύψος σου
Κάνε πως χάνεις
και ξάπλωσε τάχα λαβωμένος
Εγώ θα σε τριγυρίζω σαν αρπακτικό
που εντόπισε το θήραμά του
Θα σ' ακουμπώ ν' αφήνω τη μυρωδιά μου πάνω σου
-είσαι η περιοχή μου-
και μετά θα ορμίσω
Εσύ θα 'χεις τα όπλα σου έτοιμα
και τη μεγάλη στιγμή θα επιτεθείς
Όταν νιώσεις αποκαμωμένος, σταμάτα
Τα μάτια μου θα 'χουν γίνει μαύρες τρύπες
και θα απορροφούν ο,τι δικό σου
-φως, άρωμα, γεύση-
Εσύ θα θες να με γιατρέψεις
-έτσι είναι η φύση σου-
και θα με φιλάς γύρω από κάθε πληγή
να αποκτήσω αντισώματα στα νέα χτυπήματα
Θα σπαταλήσω τις τελευταίες μου δυνάμεις στις φράσεις
διόρθωσε τα λάθη μου
ημέρωσε το θεριό μου
ομόρφυνε το τέρας μου
κάνε μου μια αγκαλιά, πονάω.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος



Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Τα χρήματα




Λέει η τσιγγάνα:
-Διαβάζω χρήματα
μέσα στον ύπνο σου
έχεις μια ζωή πυκνή
γεμάτη χιόνι
όμως δεν ξέρω
πότε θα
γλιστρήσεις πέρα


λέει ο βοσκός:
-Όταν δεν αγαπάς τ'άστρα
τ'αρνιά μου θα σε μισήσουν
κι απ' το φεγγάρι
σου χαρίζω το μισό
που βγάζει φλόγες
απ' τη μεριά της λύσσας


λέει ο θάνατος:
-Δικά μου τα χρήματα
δικό μου και το φεγγάρι
δικά μου το χιόνι και τ' αρνιά
κι οι κόκκινες φλόγες
και
η τσιγγάνα
και
ο βοσκός



Μίλτος Σαχτούρης



(από το βιβλίο Ποιήματα 1945-1998, Κέδρος, 2014)


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Έρχομαι εγώ





(...)
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Γράφω. Εσύ;»
«Τι γράφεις; Για αύριο;»
«Όχι, κάτι δικό μου.»
«Για όλα αυτά που γίνονται;»
«Όχι ακριβώς. Για άλλα…»
«Για μένα;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι, Ισαβέλλα;»
«Γιατί σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σχεδόν σε διπλανά δωμάτια
και να μιλάμε από το facebook;»
«Έχεις δίκιο. Καλύτερα να κοιμηθούμε.»
«Όχι!»
«Τι όχι;»
«Τίποτα. Καληνύχτα, Στεργίου!»

The words she said turned out why/Desperation fills her eyes/Hold her in your arms/Don't let go. Έμεινε μόνη η οθόνη του φορητού υπολογιστή για να φωτίζει το δωμάτιο. Έμειναν μόνες των Maiden οι κραυγές τους τοίχους για να κοπανάνε. When you taste defeat, when you loose again/Fight and win, never give in/Hold her in your arms/Don't let go. Εκείνη να βουλιάζει κάτω από το συμπαγές του πήδημα. Αυτός να ψάχνει τρόπο να μπει όλο και πιο βαθειά της μέσα. That girl you need/Gonna knock you off your feet/That girl, you know/She'll never let you go. Εκείνη να σφίγγει τα βλέφαρά της δυνατά. Όχι, να μην της φτάνει το σκοτάδι. Αυτός να βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και να χάνεται. Να τρέχει να φανερωθεί στο φως που τον λυτρώνει. Can you hear her call, call out your name/Think about you, cry without you/Hold her in your arm/Don't let go. Αυτός, πιο εδώ «εδώ» δε γίνεται. Εκείνη, πιο αλλού «αλλού» στ’ αλήθεια δεν υπάρχει.

εδώ

εδώ το σώμα μου. το δικό σου σώμα. το κενό ανάμεσα στα παλλόμενα σώματά μας. το παλλόμενό μας σώμα. το σύμπαν του και οι θεωρίες γέννησης αυτού. ο θάνατος του σύμπαντος. η μεγάλη έκρηξη. η συντριβή. η σύνθλιψη του σώματός σου. ο αφανισμός του. η ενσώματή σου καταβύθισή στο φρέαρ αυτού του κρεβατιού. αυτού του δωματίου. αυτού του ορόφου. αυτού του ξενοδοχείου. αυτής της πόλης. αυτής της χώρας. αυτής της χερσονήσου. αυτής της ηπείρου. αυτού του πλανήτη. αυτού του ηλιακού συστήματος. το σεληνάκατό μου σώμα. το ανάγλυφο, το τρισδιάστατο, το οργανικό σου σώμα. γλύφω το ανάγλυφο. τσισδιαστέλλω το τρισδιάστατο. οργώνω το οργανικό. πιάνω δουλειά. υπάρχω. πυκνώνω. συμπυκνώνω. βρίσκομαι. 

αλλού

αλλού εγώ. αλλού η σκέψη. η φυγή. η όραση. αλλού το αναπάντεχο, το ανέφικτο, το απωθημένο. ποιος απωθεί τα απωθημένα μου; ποιος απολλύει τις συμβάσεις; ποιος κατοικεί το αλλού μου το αλλότριο; ποιος κυβερνά τη στίξη μου του κορμιού μου; τη συμφωνία του ρήματός μου εαυτού και του επιθυμώ υποκειμένου μου; τη χρονική μου αύξηση; τις έλξεις των αναφορικών μου; το σώμα και το σώμα μου. το διάστημα ανάμεσα στα σώματά μας. το διάστημα, το σύμπαν, το κενό. ο ήχος που δεν αναπαράγεται. ο ήχος που δεν μεταβαίνει, δεν ηχεί. ο ήχος μέσα στο κεφάλι μου. ο ήχος που δεν γνωρίζει τίποτα. ο ήχος που ερωτεύεται. ο ερωτηματικός μου ήχος. αλλού ερωτώ. αλλού απαντιέμαι. αλλού καταφάσκω. αλλού υποδηλώνομαι. εδώ μονάχα το μουνί μου.

Ο Στράτος που πηδάει την Ισαβέλλα.
Ο ρυθμός του είναι φρενήρης, εξοντωτικός.
Το πήδημά του αντιβαίνει τους κανόνες.
Σαν έφηβος.
Σαν ναυτικός.
Σαν σαρκοφάγος δισταγμός.
Βυθίζεται.
Ποντίζεται.
Εξορυγνύει.
Εκ-μεταλλεύεται.
Σπάει και θρυμματίζει.
Πηδάει και προσπαθεί να θυμηθεί.
Δεν ήταν κάπως έτσι;
Τόσες φορές το είχε φανταστεί.
Τόσες φορές το είχε κρυφά αναπαραστήσει.
Δεν ήταν αυτή;
«Αυτή
«Αυτή που
«Αυτή που έρχεται
«Αυτή που έρχεται όταν
«Αυτή που έρχεται όταν την
«Αυτή που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
έρχεται όταν την σκέφτομαι»
όταν την σκέφτομαι»
την σκέφτομαι»
σκέφτομαι»

Η Ισαβέλλα που πηδιέται από το Στράτο.
Η Ισαβέλλα που
Η Ισαβέλλα πού
Η Ισαβέλλα όπου
Πηδιέται.
Γαμιέται.
Παραδίνεται.
Τα πόδια της χτυπιούνται στα πλευρά του.
Σφίγγεται.
Σωρεύει.
Συρρικνώνεται.
Τα γόνατά της αποκολλούνται από το σώμα του.
Οι αστράγαλοί της εγκαταλείπουνε τη μάχη.
Τα μπούτια της εξαϋλώνονται.
Τα πέλματά της ξηλώνουν τα σεντόνια.
Τα χέρια που δεν αγκαλιάζουνε.
Τα χέρια που αρνούνται να αγγίξουν.
Κουτσουρεμένος έρωτας ανάπηρος.
Γαμήσι δίχως άκρα.
Μονάχα ένα μουνί και δυο αμπαρωμένα βλέφαρα.
Δυο μάτια που να κοιτάξουν δε μπορούν.
Κι ένα μουνί που δε θέλησε ποτέ του να ακούσει.
Ένα μουνί καταπακτή.
Έρως υποκατάστατος.
Γαμήσι νεροχύτης.
Η Ισαβέλλα που θέλει να αγαπηθεί.
Μια άλλη Ισαβέλλα.
(...)


Γιάννης Αντάμης

(απόσπασμα από το βιβλίο του "Για αύριο"  http://www.dreamtigers.gr/sites/default/files/free_ebooks/gia_aurio.pdf)