Θα 'ρθεις με τ' άλλα μάτια σου Τα τόσα χρόνια φυλαγμένα σε απολήξεις νεανικών ονείρων για των γηρατειών την ανάγκη είχες πει Και θα μου ζητάς γέλα όπως παλιά Θα σου πω δε γίνεται τα μάτια μου δεν βλέπουν πια Τα 'χω κουράσει απ' το χαμηλό φωτισμό της αποκωδικοποίησης των ονείρων σου Τα 'χω κουράσει Απ' το μισοσκόταδο της θλίψης μου Μπήκαν χαλάσματα και μούχλες της αχρησιμοποίητης ευτυχίας Σακούλες κρέμονται, υπερτροφία δακρύων Βλέφαρα σμπαραλιασμένα απ' τις μπογιές της νιότης Μην έρχεσαι άδικα με τα άλλα μάτια σου Δεν τα βλέπω Ούτε με τα παλιά, τα γνώριμα Δεν μπορώ να τα δω Μην έρχεσαι Δεν σε βλέπω Μην έρθεις Δεν θέλω να σε δω
Για να διασχίσεις αυτήν την έρημο την εσωτερική χρειάζεται θάρρος, χρόνος, θέληση να μην χαθεί η ζωή σ' ετοιμασίες ενός ταξιδιού που ποτέ δεν θ' αρχίσουμε, μία καμήλα πιστή, ένας σύντροφος επίσης, ένας άχρηστος χάρτης, τουρμπάνι, πυξίδα, δέκα κουτιά γλυκά (ενθύμιο από τη Δύση) μια γαλάζια κελεμπία... τι άλλο; Ένα βιβλίο μαζί Κοράνι, Βίβλος, Τορά και Ταό που να 'χει λευκές τις σελίδες ή να 'χει γραφτεί σε μια γλώσσα που κανείς δεν γνωρίζει.
Χρειάζεται μια κάποια εμπιστοσύνη στη δίψα, καθαρή ματιά κι ένα τετράδιο σημειώσεων αφού οι μέρες είναι μεγάλες, αργές, και οι νύχτες θλιβερές, και σκηνή δεν υπάρχει ούτε φυλή ούτε θεός να συντρέξει σε τόση μοναξιά.
Για να διασχίσεις αυτήν την έρημο την εσωτερική χρειάζεται αγάπη, ανάγκη, απόφαση να περπατάς δίχως να κοιτάζεις πίσω, να μην υποχωρείς, να μην έχεις άλλη επιλογή.
Ο δάσκαλος του σχολείου προτιμάει να έχει μερικά στουρνάρια στην τάξη του παρά έναν μόνο ιδιοφυή μαθητή. Και κατά βάθος έχει δίκιο γιατί καθήκον του δεν είναι να μορφώνει εξαιρετικά μυαλά αλλά καλούς φιλολόγους, μαθηματικούς, και χρήσιμους ανθρώπους.
Ήμουν από πριν εδώ Στο πρώτο μελανό κλάμα Στη μπουκιά αεροπλανάκι Στην κορνίζα του νηπιαγωγείου με τα αραιά δόντια Στην πίεση απ' τα σιδεράκια Στο λυσάρι που έβαζες-έβγαζες απ' το ράφι Στη φωνή της μαμάς στο "Πρόσεχε" που έγινε γύψος και στο "έλα 11:30" που το 'κανες 3 το χάραμα Στο πρόσωπο όλων των κοριτσιών σου Στην τάβλα και στην καύλα του κρεβατιού Στη μόνη στήλη του φωτός που μπαίνει απ' το παράθυρο Στα στοιβαγμένα ρούχα του πατώματος Στο ευπειθώς αναφέρω Στο ξυπνητήρι στις 6:00 το πρωί Στα 600 χιλιόμετρα μακριά Στην κολόνια Στο δέρμα και στο αίμα σου.