Σ’ αγαπώ απ΄ το φρύδι, απ’ τα μαλλιά, σε διαφιλονικώ σε διαδρόμους
λευκότατους όπου παίζονται οι πηγές του φωτός
σε αμφισβητώ σε κάθε όνομα, σε πιάνω με λεπτότητα ουλής
σου βάζω στα μαλλιά στάχτες από κεραυνό
και κορδέλες που κοιμούνταν στη βροχή.
Δεν θέλω να έχεις μια μορφή, να είσαι,
ακριβώς ότι έρχεται πίσω από το χέρι σου,
γιατί το νερό, υπολόγισε το νερό, και οι λέοντες
όταν διαλύονται στη ζάχαρη του μύθου,
και οι χειρονομίες, αυτή η αρχιτεκτονική του τίποτα,
ανάβοντας τις λάμπες της στη μέση της συνάντησης.
Όλο το αύριο είναι ο πίνακας όπου σε εφευρίσκω και σε σχεδιάζω
για να σε σβήσω σύντομα, έτσι δεν είσαι, ούτε καν
μ' αυτά τα ίσια μαλλιά, αυτό το χαμόγελο.
Ψάχνω το άθροισμά σου, στην άκρη της κούπας όπου το κρασί
είναι επίσης η σελήνη κι ο καθρέφτης,
ψάχνω αυτή τη γραμμή που κάνει να τρέμει ένας άνθρωπος
σε μια στοά του μουσείου.
Επίσης σ’ αγαπώ, και έχει καιρό και κρύο.
Χούλιο Κορτάσαρ