Πρόσφατα ομάδα επιστημόνων από το Ισραήλ, παρουσίασε τα στοιχεία μιας ενδιαφέρουσας μελέτης γύρω από τη μνήμη των χρυσόψαρων. Πειράματα έρχονται να καταρρίψουν έναν ακόμα μύθο και να αποδείξουν πως τελικά, το συγκεκριμένο είδος ψαριών διαθέτει μνήμη, η οποία μάλιστα διαρκεί έως και αρκετούς μήνες μετά τη βίωση όποιας εμπειρίας, ενώ επικεντρώνεται στο αίσθημα του πόνου. Ηλεκτρικοί ακροδέκτες , τοποθετημένοι σε ενυδρείο, ΄΄χτυπούσαν΄΄ τα ψάρια, κάθε φορά που πλησίαζαν συγκεκριμένα σημεία. Σύντομα διαπιστώθηκε πως τα χρυσόψαρα απέφευγαν να πλησιάσουν εκεί για πολλές εβδομάδες…
«Ορίστε μας…Τα βλέπεις;
Μέχρι και τα παλιόψαρα τελικά θυμούνται…» Πέταξε το τηλεκοντρόλ πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας. Ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο, από κείνα τα αλέκιαστα,
καλύπτει τελευταία το καφέ, σκαλιστό ξύλο. «Κάποτε, τις όμορφες εκείνες μέρες,
άπλωνε τα κοφτά της προίκας της. Πάντα
λευκά και καλοσιδερωμένα, αντάξια της φήμης που είχε στη γειτονιά.
Νοικοκυρά και κιμπάρισσα. Έπρεπε να την έβλεπες τότε. Κυρία με τα όλα της.
Ντυμένη στην τρίχα, με τα ταγιεράκια της, το καλοχτενισμένο της μαλλί. Το σπίτι
μας; Χάρμα ιδέσθαι! Λαμποκοπούσε, ντρεπόσουν να πατήσεις. Κι όλα περνούσαν απ
’το χέρι της. Έφερνε βόλτα το σπίτι, τους λογαριασμούς, εμένα. Κυρίως εμένα.
Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα, ήξερα πως θα γεράσουμε μαζί. Έστω κι
έτσι…»
Είναι ένας από τους καθημερινούς
μονολόγους του Τ κάθε φορά που
αναζητά
λίγη παρηγοριά στο παρελθόν. Κάθε που την
κοιτάζει με την ίδια ακριβώς ευγνωμοσύνη για όλα όσα υπήρξε κάποτε.
Πράγματι, οι περιγραφές του ταιριάζουν γάντι με εκείνες όσων τους επισκέπτονται
συχνά πυκνά. Όλοι ανεξαιρέτως μιλούν για μια
εκπάγλου καλλονής γυναίκα, που άθελά της προκαλούσε τη ζήλια όλων των
θηλυκών του τετραγώνου. Το ίδιο
γυναικομάνι που τώρα συρρέει κατά δεκάδες,
φέρνοντας φαγητό στον κακομοίρη -έτσι τον χαρακτηρίζουν χαμηλοφώνως-
σύζυγό της. Έφτασε η ώρα να αποδείξουν κι αυτές με τη σειρά τους την κρυμμένη
τους νοικοκυροσύνη. Σαν καλές χριστιανές, έρχονται καθημερινά να βοηθήσουν όπως
όπως ή μάλλον να οικτίρουν με θυμηδία τη
γειτόνισσα, που έτσι τα έφερε η μοίρα
και έπεσε τελικά στην ανάγκη τους. Και κάθε βράδυ, μέσα στα φαρδιά τους
νυχτικά, προσεύχονται μην τις βρει ποτέ το Κακό.
Η Δ με έφερε εδώ πριν τρία χρόνια.
Μου χάρισε ένα σπίτι στο οποίο ομολογουμένως βρήκα περισσότερα απ ’όσα θα
μπορούσα ποτέ να ζητήσω, με το φαγητό και την καθαριότητα στις υψηλότερες
θέσεις της λίστας. Ο Τ με καλοδέχτηκε
αμέσως. Εξάλλου ό,τι αγαπούσε εκείνη το αγαπούσε ο ίδιος διπλά. Τους λάτρεψα
από την πρώτη στιγμή .Οι κινήσεις τους στοργικές στο κάθε τι. Όταν ο Τ της χάιδευε τα μαλλιά ή όταν η Δ σερβίριζε το
φαγητό στα πιάτα σαν σε ιεροτελεστία. Ήμουν κι εγώ αποδέκτης μιας αγάπης ουσιαστικής, που κρατούσε πενήντα
ολόκληρα χρόνια. Τον πρώτο καιρό, περνούσαμε τις περισσότερες ώρες στο σαλόνι,
παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ για σπάνια
είδη της τροφικής αλυσίδας, νέες έρευνες και πειράματα πάνω στα οποία έπειτα η
Δ και ο Τ συζητούσαν διεξοδικά, μέχρι που τους έπαιρνε τελικά ο ύπνος αγκαλιά
στον καναπέ. Κάθε πρωί γευμάτιζαν στο μεγάλο, ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Πάνω
στο λευκό τραπεζομάντηλο, περίοπτη θέση είχαν δυο πορσελάνινα, λουλουδάτα
φλιτζάνια γεμάτα αχνιστό, ελληνικό καφέ απ’ τα χεράκια της. Έπειτα οι δρόμοι
τους χώριζαν μέχρι την ώρα του μεσημεριανού. Εκείνος, αφού πρώτα της έδινε ένα
γλυκό φιλί στο μέτωπο, φορούσε το καπέλο
με τον πλατύ γείσο και κατηφόριζε προς το κοντινό καφενείο. Η Δ έμενε στο
σπίτι. Διατηρώντας το ίδιο πάντα γλυκό χαμόγελο, ξεκινούσε τις καθημερινές της
ασχολίες, τραγουδώντας καντάδες και αναπολώντας εποχές ερώτων και απόλυτης
ξεγνοιασιάς. Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, μου χαϊδεύεις γλυκά τα μαλλιά…
«Ώρα για το πρωινό σου. Καλή όρεξη!» Έτσι κεφάτα και μελωδικά ξεκινούσε και η
δική μου μέρα. Έμοιαζε με κινούμενο αερικό. Ψηλή, αδύνατη –λίγο κυρτή λόγω
ηλικίας- ντελικάτη. Τα άσπρα μαλλιά της πιασμένα πάντα σε χαμηλό κότσο άφηναν
το πρόσωπο να πρωταγωνιστεί. Λεπτά
χαρακτηριστικά με καμβά τη λευκή, σαν σαπούνι, επιδερμίδα. Οι βαθιές ρυτίδες δε
στερούσαν τίποτα από την ομορφιά της, έμοιαζαν μάλλον με διάσπαρτα ρυάκια που
κατέληγαν όλα στη μαύρη εκβολή των ματιών της. Η καθημερινή περιβολή της
φροντισμένη, εντός κι εκτός του σπιτιού . Πίστευε πως η γυναίκα μπορεί να είναι
περιποιημένη ακόμη και τώρα, στα
προτελευταία –ήντα, με μια μεγαλύτερη ίσως προσπάθεια απ’ ότι στο παρελθόν.
«Κι αφού ομορφύναμε
και στολιστήκαμε, ας μελετήσουμε τα κιτάπια μας». Έτσι ονόμαζε η Δ τους
λογαριασμούς πάσης φύσεως. Τους φυλούσε όλους σ ’έναν παλιό, ξεφτισμένο φάκελο,
τον οποίο αρνιόταν πεισματικά να αποχωριστεί αφού κάποτε λέει, συνδυαζόταν κατά
έναν περίεργο τρόπο, με όλα τα αγαπημένα της ταγιέρ. «Τα βλέπεις όλ’ αυτά;
Αχ…εγώ τα κουλαντρίζω. Αλλιώς καήκαμε. Με τις γκαζόλαμπες θα ήμασταν
.Τετρακόσια ευρώ η ΔΕΗ, πενήντα το νερό. Αύριο να πάω να τα πληρώσω. Αρχές του
μήνα. Θα’ χει μπει η σύνταξη. Μια χαρά
είμαστε. Δόξα τω Θεώ! Πάμε τώρα να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό μας». Εκείνες οι
μυρωδιές…Πότιζαν οι τοίχοι μπαχάρι και κανέλα. Καταγωγή από την Πόλη η Δ. Οι
συνταγές εκτελούνταν πάντα με το μάτι. Δυο πρέζες αλάτι, μία μπαχάρι, μία
κανέλα. Ήξερε εκείνη. «Καλοί οι τσελεμεντέδες αλλά σαν το μάτι… Όλα εδώ τα έχω.» Κι έδειχνε με το να χέρι την
καρδιά και με τ’ άλλο το μυαλό. Αυτά ήταν τα δυνατά της σημεία. Μια τεράστια
καρδιά που χωρούσε όλο τον κόσμο κι ένα τετραπέρατο μυαλό το οποίο ήξερε να
χρησιμοποιεί όπως έπρεπε. Έτσι το χρησιμοποιούσε και στα σταυρόλεξα που έλυναν
κάθε απόγευμα με τον Τ μετά το μεσημεριανό ύπνο. Κανένα Οριζοντίως και Καθέτως
δεν της ξέφευγε. Διάλεγε πάντα εκείνα για τους δυνατούς λύτες. Όταν ο Τ παραπονιόταν για το πόσο κουτός μοιάζει
μπροστά της, κατά βάθος τη θαύμαζε και χαιρόταν, ακόμη κι αν αυτό στοίχιζε στον αντρικό του εγωισμό. Το Κακό όμως δε
λογαριάζει δυνατούς λύτες· χτυπά Οριζοντίως και Καθέτως.
Το πρωί….το πρωί.. Λαλαλαλα. Όμορφο
τραγούδι μα πλέον λειψό. Τον τελευταίο χρόνο δεν το ξανακούσαμε ποτέ ολόκληρο.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Μια λειψή καντάδα στην αρχή κι έπειτα απλήρωτοι λογαριασμοί. Ξεχασμένοι σ’ έναν
ξεφτισμένο φάκελο, στο βάθος μιας ντουλάπας,
που έσφυζε από όμορφα ρούχα παραδομένα πλέον στο σκόρο και στην αχρησία.
Τις περισσότερες ώρες μας τώρα, τις περνάμε στην κουζίνα. Εκεί νιώθει ασφαλής.
Ο Τ μετέφερε και την τηλεόραση πάνω στον
πάγκο εργασίας, αφού πια δε χρησιμεύει σε κάτι άλλο. Το ένα δυνατό της σημείο
φαινόταν να ατροφεί. Απότομα, απροσδόκητα. Το άλλο έμενε εκεί , προσπαθώντας να
καλύψει το αδυσώπητο κενό.
Οριζοντίως…
Η Δ
λειτουργεί πια μόνο με την καρδιά.
Η Δ μιλά πότε
αργά, πότε γρήγορα, πότε καθόλου.
Η Δ δε
βγαίνει, δεν ανοίγει τα κιτάπια της , δε λύνει σταυρόλεξα.
Η Δ κοιτά τον
Τ με καχυποψία.
Η Δ δεν
παρακολουθεί έρευνες, δε μαγειρεύει, δε στρώνει λευκά τραπεζομάντιλα.
Η Δ δεν
κοιμάται αγκαλιά με τον Τ.
Η Δ δεν
κοιμάται.
Η Δ δεν ξέρει
αν είναι Δευτέρα, Τρίτη, Σάββατο.
Η Δ κλαίει,
σκίζει φωτογραφίες γάμου, πετά τα σκουπίδια απ ’το μπαλκόνι.
Η Δ χαράζει
τα μάγουλά της με ρουζ, έντονο κόκκινο και φορά την πλισέ της φούστα
ανάποδα.
Η Δ πίνει
χάπια exelon, noforit, nootrop· χαζεύει τη χρωματική πανδαισία
στις χούφτες
της- κόκκινα,
κίτρινα, ροζ- στρόγγυλα σαν τα κουμπιά του αγαπημένου της ταγιέρ.
Που το
έκρυψες; Θέλω να το φορέσω! Φέρ’ το
μου σου λέω! Είναι ανοιχτά σήμερα τα μαγαζιά! Θα βγω! Πρέπει
να φύγω! Άσε με! Με πονάς! Ποιος είσαι
εσύ; Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Ποια είμαι;
Καθέτως…
Ο Ο Ο Ο Δ Ο
Τ Τ Τ Τ Ν Τ
Ε Η
Π Τ Τ Μ Π Σ
Ρ Η Η Α Ε
Ο Ν Ν Θ Ζ Μ
Σ Α Ι Ι
Π Ψ Τ Ι Λ Λ
Α Α Α Ν Η Α
Θ Χ Ϊ Ε
Ε Ν Ζ Ι Ρ
Ι Ε Ε Ι
Ι Ι Λ Β
Ε Α
Ξ Σ
Ε Τ
Ι Ι
Σ Γ
Μ
Ι
Ν
Η
Ο Τ της μιλά… «Μέχρι και τα παλιόψαρα…» Τον κοιτάζει βουβή,
βυθισμένη στα νερά μιας απύθμενης θάλασσας.
Όσο για το δικό μου νερό, αυτό έχει μέρες να
αλλαχτεί. Και κάπως έτσι, ξέροντας ότι σιγά σιγά πνέω τα λοίσθια , σκέφτομαι πως
έχοντας καταρρίψει μύθους, πειράματα και έρευνες, θυμάμαι πολλά περισσότερα απ’
όσα θα περίμενε κανείς από ένα
χρυσόψαρο. Σε ένα πράγμα συμφωνώ με αυτούς εκεί στην οθόνη. Τον πόνο δεν τον
ξεχνάς εύκολα… Ακόμη κι αν τον κοιτάς,
μέσα από μια γυάλα.
Μαρία Μυλωνά