Δεν τα πίστευε αυτή τα μαχαίρια
και τα ψαλίδια. Σιγά μην περίμενε να της πει το μαχαίρι ότι θα κάνει αγόρι ή το
ψαλίδι κορίτσι. Αυτή θα έκανε αγόρι. Έπρεπε κάποιος να κάνει την αρχή και να
γίνουν και τα αρσενικά, άνθρωποι. Το επιβεβαίωσε όταν ένιωσε τις κλωτσιές, τις
καούρες και την καρδιά του. Σαν άλογο έκανε καθώς ο αναβάτης το χτυπάει με το
μαστίγιο. Δεν είπε στον άντρα της για το μωρό, μέχρι που άρχισε να φαίνεται η
κοιλιά της. Ούτε τότε θα το έλεγε, αλλά φοβήθηκε την κακιά την ώρα και μήπως
χρειαστεί να πέσει στην ανάγκη του. Δεν θα το καταλάβαινε από μόνος του. Άλλωστε
όλη μέρα ο καθένας στις δουλειές του –καθόλου τυχαίο από μεριά της- αυτός στα
καλάθια του, αυτή στις ραπτομηχανές της. Ούτε το ίδιο κρεβάτι δεν μοιράστηκαν ποτέ.
Και τώρα που έκανε τη θυσία για να πιάσει τον γιο της, φρόντισε να φάει πολύ
σκόρδο, να μην την φιλάει, απλώς να γίνει γρήγορα η δουλειά και να ξεμπερδεύει.
Έπειτα πήγε, πάνω, στο δωμάτιό της, ξάπλωσε με σηκωμένα τα πόδια της και
περίμενε να γίνει το φύτεμα. Το ίδιο έκανε και τις επόμενες τρεις μέρες. Την
τέταρτη, που ήρθε αυτός να της το ζητήσει -γλυκάθηκε βλέπεις ο χωριάταρος- βρήκε
την πόρτα της αμπαρωμένη και όταν της χτύπησε, τον στόλισε με «γλυκόλογα».
Σε
κανέναν άλλον δεν το ‘πε και μέχρι που ήρθε η ώρα να γεννήσει καμιά από τις
κυράδες που τις έραβε ταγέρ δεν το μυρίστηκε. «Τέτοια χρυσοχέρα είσαι, για
σένα τίποτα δεν κάνεις», της έλεγε η μία, «τα τσουβάλια που έχουμε το σιτάρι
για τις κότες, καλύτερα είναι», της έλεγε η άλλη, αυτή όμως σταθερή, το ίδιο
μαύρο φαρδύ φόρεμα με τις τσέπες που χωρούσαν μέχρι και ένα πεπόνι έκαστη,
φορούσε πάντα, απλώς το καλοκαίρι σήκωνε τα μανίκια. Στα γόνατα και τους
αγκώνες, όταν έπεφτε το φως, επέτρεπε να διαγραφεί λίγο η σάρκα της, αλλά οι
μαύρες ελαστικές κάλτσες εμπόδιζαν τις περαιτέρω αποκαλύψεις. «Φτάνει πια που
το φοράς, σε λίγο τα γόνατά σου έξω θα βγουν», της είπε πριν κάποιες μέρες μία,
για να λάβει την απάντηση «για γονάτιζε εσύ όλη μέρα, να καρφιτσώνεις στριφώματα σε κυράτσες και θα
σου πω εγώ για γόνατα και σκισίματα». Δεν συνέχισε όμως, θα ανέβαζε πίεση και
φοβήθηκε μην της σπάσουν τα νερά. Έσφιξε μια καρφίτσα ανάμεσα στα δόντια της,
τάχα να την έχει έτοιμη για το επόμενο σημάδι και όταν ήρθε η ώρα του, πως
έτυχε να την μπήξει πιο βαθιά και να κάνει την πελάτισσά της να τιναχθεί από το
απρόσμενο τσίμπημα, προσποιήθηκε πως δεν το κατάλαβε.
Οι μέρες κόντευαν. Τα
πόδια της ζορίζονταν να σηκώσουν τα παραπάνω κιλά. Ενενήντα είχε ήδη από πριν,
βάλε και το 1,80 ύψος, η κατάσταση ήταν απελπιστική. Δεν διαμαρτυρόταν όμως, θα
έκανε απευθείας παλίκαρο! Αυτό σκεφτόταν και έπαιρνε δύναμη. Κάλεσε τη μαμή. Εκείνη
της είπε πως το μωρό της γύρισε και πως είναι έτοιμο. Ζέσταναν το καζάνι με το
νερό, ταίριαξαν τις πετσέτες, τα σεντόνια και απολύμαναν το ψαλίδι. Ο άντρας
της έλειπε. Πήγε να πουλήσει τα καλάθια του σ’ ένα χωριό, δυο μέρες δρόμος. Καλύτερα,
σκέφτηκε, μακριά να είναι ο γρουσούζης. «Ήρθε το κάρο να με πάρει. Πρέπει να
πάω στο δίπλα χωριό. Η κόρη του προέδρου θα κάνει δίδυμα. Μόλις με χρειαστείς
στείλε τον Παναγιωτάκη με το ποδήλατο και σε είκοσι λεπτά θα είμαι εδώ», την
ορμήνευσε η μαμή. Ήδη ένιωθε να υγραίνονται οι κάλτσες της, αλλά δεν έβγαλε
μιλιά, μόνο της έγνεψε κάτι σα ναι και μόλις απομακρύνθηκε η μαμή έβγαλε μια
στριγκλιά. Έπιασε το ψαλίδι με μια καθαρή πετσέτα, έβγαλε το φόρεμά της, όχι
τις κάλτσες, έφερε τις πετσέτες πλάι της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Στην τρίτη
σπρωξιά της, βγες του φώναξε, και αμέσως ακούστηκε το κλάμα του. «Έτσι γιε μου,
θα με ακούς, πάντα» του είπε, ενόσω έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Τον έπλυνε,
σχολαστικά, έφτυσε στα γεννητικά του όργανα και αφού τον σήκωσε ψηλά και τον
καμάρωσε, τον σκούπισε και του τα φίλησε. Ήταν πια σίγουρη πως άξιζε το όνομα
που είχε από την πρώτη στιγμή σκεφτεί. Αυτό, της άγνωστης και πραγματικής μάνας
της κι ας νόμιζαν όλοι πως έβαλε του πεθερού της. «Να ’τος ο γιος μου, ο
παλίκαρός μου, ο Δημητρός μου».
Ερασιτέχνης Άνθρωπος