Σε ψάχνω ακόμα.
Ψηλαφιστά, στους τέσσερις τοίχους μπουσουλώντας, σε κρατούσα στο χέρι, δεν μπορεί να μ’ αφήσεις και συ, δεν είναι δυνατόν να πέταξες για ζώνες τροπικές, μονάχα οι γλάροι μπορούν και χώνονται στα σύννεφα και συ γλάρος δεν είσαι.
Ξέρεις, να, δεν μπόρεσα, ήθελα να στο πω, τελικά δεν χωράω, κατάλαβέ με, παντού ξεχειλίζω άσπρος αφρός και χύνομαι στο πάτωμα, δε μένω στο ποτήρι.
Παραιτούμαι, συγγνώμη, παραιτούμαι, γιατί δεν κατάλαβα πως ο σκαντζόχοιρος όταν τον πλησιάζεις, πετάει έξω τα αγκάθια του και κρύβει το κεφάλι και τι φοβάται ο άνθρωπος και πνίγει τον αυθορμητισμό του κι οι επικοινωνίες έγιναν γέφυρες γκρεμισμένες,
παραιτούμαι, συγγνώμη, δεν κατάλαβα,
τον διαχωρισμό δημοκράτης-φασίστας, όλοι φασίστες, στην οικογένεια, στην παρέα, στις ιδέες, στη σεξουαλική σχέση, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια δημαγωγούν, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, κρύβουν τ’ αληθινά τους πρόσωπα και ψηφίζουν Κ.Κ.Ε., γυρνώντας σπίτι, πλακώνουν στο ξύλο το παιδί τους και δεν ξεχνούν πριν κοιμηθούν, να γελάσουν με τις σφαγές των Πολωνών, βουλιαγμένοι στο πανάκριβο σαλόνι τους, απέναντι στους παραμορφωτικούς φακούς της έγχρωμης, ψηφίζουν Κ.Κ.Ε., παραιτούμαι, να προσέχεις τον εαυτό σου, λυπάμαι, δεν κατάλαβα δυστυχώς πότε πρέπει να ελίσσομαι και πότε όχι, είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως στις πουστιές,
το παραδέχομαι, απέτυχα
παραιτούμαι, αφήστε με, παραιτούμαι
και δεν κατάλαβα γιατί λένε τρελούς αυτούς που αντιστέκονται
αυτούς που διατηρούν τα φυσικά τους ένστικτα
και λογικούς αυτούς που σκύβουνε το κεφάλι
και υποτάσσονται αμαχητί
να μου το εξηγήσει αυτό κάποιος παρακαλώ
τώρα που φεύγω
κι ο ήλιος μου δύει ακίνδυνος
παραιτούμαι, συγγνώμη, δεν κατάλαβα,
το φριχτό γέλιο των ανθρώπων και τα φουσκωμένα από υπερηφάνεια στήθη πάντα με γέμιζαν με μια αίσθηση κενότητας, μελαγχολίας, σαν κάτι να έλειπε απ’ τον κύκλο της ζωής, σαν κάτι νάχε χαθεί, κάποιο πολύτιμο πετράδι που να κλέφτηκε, τώρα που το σκέφτομαι σοβαρά, η ντροπή, ναι η ντροπή, γι αυτή λέω, αυτή έλειπε απ’ το γέλιο, απ’ τη φρίκη, απ’ τα στόματα, απ’ τις καρδιές, απ’ τις σκέψεις, η ντροπή για τις αποτροπιαστικές πράξεις και τις ψυχρές δολοφονίες,
συγγνώμη, συγγνώμη, δεν κατάλαβα, παραιτούμαι,
την αξία του πτυχίου δεν συνέλαβα,
αναλφάβητος, αμόρφωτος, παρηκμασμένος,
έμεινα δίχως Πανεπιστημιακή βεντούζα να επικυρώσω τις γνώσεις μου, η επικύρωση, το λαδόχαρτο, η υπογραφή, να τι μετράει σήμερα, να τι έχει σημασία, όλη μας η ζωή μια επικύρωση πράξεων, μια αλχημεία, συνονθυλεύματα σφραγίδων, πιστοποιητικών, αιτήσεων, βεβαιώσεων, υπογραφών, χαρτιών που μας πνίγουν,
έμεινα αγράμματος, παραιτούμαι, λυπάμαι,
να προσέχεις τον εαυτό σου, δεν κατάλαβα,
στα τραγούδια τους τις μελωδίες παρερμήνευα κι όταν μιλούσα ακατάληπτος, άχρηστα λόγια για φεγγάρια που μπανιαρίζονταν στο σεληνόφωτο και φράσεις ασυνάρτητες για πεταλούδες ταξιδιάρες που έπαιρναν σε κήπους μελαγχολίας, όρκους αιώνιους με Καφκικούς αφορισμούς, φυτά- επαναστάτες, κι έλεγα φθινόπωρα έκστασης πως υπάρχουν στα χρωματοσώματα της Τέχνης αιωρούμενα, τρελός, τρελός,
δεν κατάλαβα, λυπάμαι, παραιτούμαι,
ωρίμασα φαίνεται κι όταν ωριμάζω εγώ πολύ σαπίζω, αθώος ή ένοχος, το ίδιο μου κάνει, το βράδυ να κλείνεις τα παράθυρα και ν’ αγαπάς τον Μίλλερ, τον γέρο-Τσινάσκι και τον Μπέκετ,
συγγνώμη, τον τύπο του επιτυχημένου δεν κατάλαβα, σπαζοκεφάλιασα, μα αδύνατον, με βοήθησαν βέβαια ο καλός οικογενειάρχης, ο αφοσιωμένος σύζυγος, ο πιστός φίλος, ο γεννημένος μπίζνεσμαν, ο αδέκαστος διευθυντής, ο στυγνός επιχειρηματίας, ο πλούσιος κληρονόμος, όμως το αποτέλεσμα μηδέν, επιτυχημένος, αποτυχημένος, που, ποιος, γιατί, όλα μου τα νοήματα θάλασσα ακυβέρνητη, με κυνηγούν μπούμερανγκ στο μαραθώνιο της ζωής κι εγώ ξεφούσκωτο ασκί, θέλω να εγκαταλείψω στο εικοστό πρώτο χιλιόμετρο τη διαδρομή, δεν προπονήθηκα φαίνεται αρκετά και μόνο πλάτες βλέπω, πλάτες που τερματίζουν, χα χα, τα χαμογελαστά ανθρωπάκια με τ’ αυτοκόλλητα χαμόγελα στα χείλη, που σου έλεγα χαμηλόφωνα, Ρυ ντε Κομέρς, αριθμός 31, όροφος πέμπτος, αυτά πάντοτε τερματίζουν γιατί είναι χαμογελαστά, εμένα μονάχα αν με γαργαλίσεις πια θα χαμογελάσω κι αυτό ακόμα έμμεσα, με τεχνητό τρόπο, καταλαβαίνεις τώρα, πολιτισμένα, να ρυτιδώνουν λίγο οι άκρες των ματιών απ’ το σφίξιμο και τα χείλη κλειστά,
συγγνώμη, συγγνώμη, παραιτούμαι,
πάει, αυτό ήταν, κι αν συνεχίσω κινδυνεύω, θα γίνω συγγραφέας και θα πουλάω δυστυχία δυο λέξεις το γραμμάριο, θα κάνω επίσημες εμφανίσεις σε συνεστιάσεις Τέχνης, δίπλα σε τρανούς ποιητές, θα αναγκάζομαι να μιλάω για ερμαφρόδιτο υπερρεαλισμό και δοκιμιογραφικό μετασυμβολισμό, θα τυπώνω πληρωμένες συνεντεύξεις στις εφημερίδες διαφημίζοντας το έργο μου, θα μπω και στο σωματείο για σύνταξη και τότε δε θα βρίζω, οι λέξεις μου θάναι στραγγαλισμένα νήπια σε πορφυρένιο μανδύα κι εγώ θα αναπαύομαι στις αρκετές μου εκδόσεις, θα γίνω πουτάνα και θα εκδίδομαι, αγαπώντας όλο τον κόσμο, θα πρέπει με όλους να τα πηγαίνω καλά, οπωσδήποτε, ευτυχώς ακόμα δεν πουλήθηκα τελείως και κρατάω, 10000 χρόνια την περίμενα την επανάσταση και μ’ έχει στήσει σ’ όλες τις γωνιές, σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλες τις βιβλιοθήκες, σ’ όλα τα πάρκα, σ’ όλα τα εκλογικά τμήματα, σ’ όλες τις κάλπες, σ’ όλα τα σχολεία, σ’ όλα τα σπίτια, σ’ όλους τους κήπους, σ’ όλα τα κρατητήρια, σ’ όλα τα γραφεία, σ’ όλες τις αίθουσες, σ’ όλα τα μπαρ, σ’ όλα τα δικαστήρια, 10000 χρόνια φίλε μου, άφωνος και νευρικός, χωρίς όνομα, ταυτότητα, δικαιώματα, με ένα τσιγάρο στο στόμα, σκίρταγα κάθε τόσο που έβλεπα κάποια να της μοιάζει μες’ στο πλήθος, μα κάποτε τα βήματα απομακρύνονταν και τα ραβασάκια της μήναγαν πως αύριο, όλο αύριο,
αναστολή στην αναστολή το πήγαινε
μάταιος κύκλος, διασκεδαστικός
και φεύγω, φεύγω, παραιτούμαι
συγγνώμη, δεν κατάλαβα
ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε
λυπάμαι
δεν θα χρειάζεται πια να κινούμαι
πρόσεχε, θα ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
και συ θα μ’ αγαπάς.
Έτσι απλά. Αντίο.
Όπως πάνε τα πράγματα, θα με σταυρώσουν.