Με το που καλοκαίριαζε η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήθελε τη ζωή της! Ξέρετε τι είναι να φοράς σκουφίτσα με 35 βαθμούς υπό σκιάν, μόνο και μόνο για να διατηρήσεις το μύθο σου;
Εν πάση περιπτώσει, το κοριτσάκι είχε βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε. Μια ζωή με το σκουφί, την μπέρτα και το καλάθι στο χέρι να μαζεύει βατόμουρα. Να μαζέψεις μια φορά βατόμουρα είναι χαριτωμένο, αλλά δουλειά δεν είχες, δουλειά βρήκες, χαμαλίκι υπόθεση, ε, θολώνει ο νους τ'ανθρώπου. Βλέπεις βατόμουρο και τρέχεις να βρεις λεκάνη για τα περαιτέρω!
Μια μέρα η Κοκκινοσκουφίτσα πάτησε πόδι. Πήγε στη μαμά της, της ζούπηξε τα βατόμουρα στα μούτρα και της δήλωσε: "Κοίτα να δεις καλαθάκι και βατόμουρο, τέρμα! Όχι για να γίνει το παραμύθι και να τα κονομήσεις εσύ απ'τα ποσοστά, ως κηδεμών, να μου γυρίσουν εμένα τ'άντερα! Έτσι; Λίγα να λέμε, πολλά να καταλαβαίνουμε!"
Η μαμά τρομοκρατήθηκε. Να πάθει σου λέει κανένα νέρβους μπρέηκντάουν το παιδί, τώρα που τρώμε με χρυσά κουτάλια; Το πήρε υπό μάλης και το τρέχει στους γιατρούς. Οι οποίοι, αφού διείσδυσαν στα παιδικά της τραύματα, αποφάσισαν:
"Θέλει αλλαγή περιβάλλοντος. Καθαρό αέρα κι εξοχή".
"Τρελοί είστε όλοι σας, ή να βάλω τις φωνές;", διαμαρτυρήθηκε με το δίκιο της η Κοκκινοσκουφίτσα. "Κι εμείς μέσα στο δάσος ζούμε. Εγώ βλέπω καθαρό αέρα κι εξοχή και παθαίνω ντελίριουμ τρέμενς".
Αλλά εδώ η μαμά της ήταν αμετάπειστη.
"Θα πας στη γιαγιά!"
Διότι υπάρχει και γιαγιά στο στόρυ. Από κει καταλαβαίνει κανείς πόσο συναισθηματικός τύπος ήταν η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας. Είχε στείλει τη μάνα της στην εξορία του Αδάμ, μέσα σ'ένα αχούρι και την είχε γράψει στα παλιά της τα παπούτσια. Πώς ζούσε αυτή η γυναίκα χωρίς κάποιον να της δώσει ένα ποτήρι νερό, άγνωστον. Μάνα σου λέει ο άλλος! (Εκτός αν ήταν πεθερά).
Μόλις άκουσε η Κοκκινοσκουφίτσα τα περί γιαγιάς έγινε Τούρκος Βεζύρης. "Μα είσαι εντελώς μουρλή;" ρώτησε με σεβασμό τη μητέρα της. "Θα με στείλεις στη δική σου - και στου διαόλου - τη μάνα, να κάνω διακοπές με το ραμολιμέντο; Σιγά το τσακίρ κέφι! Πολύ θα ψυχαγωγηθώ!"
Η μητέρα της, που ήταν ένας άνθρωπος ευθύς που δεν έχανε τον χρόνο της με άσκοπες επιχειρηματολογίες, έριξε πέντε φάπες στο παιδί και το έπεισε.
Έτσι, η Κοκκινοσκουφίτσα έβαλε τον σκούφο και την μπέρτα - που βρωμάγανε και ζέχνανε γιατί πότε να πλυθούν; Μόλις έκανε να τα βγάλει και να τα βάλει στο μούσκιο, άντε πάλι μια καλή γιαγιούλα άρχιζε το παραμύθι πλάι στο καλοριφέρ κι η Κοκκινοσκουφίτσα τα φόραγε πάλι βλαστημώντας. Έβαλε πάντως τα σχετικά, πήρε και το καλάθι με τα τρόφιμα που ετοίμασε η μαμά για τη μαμά της (που αν περίμενε από την κόρη της η άλλη θα είχε λιμοκτονήσει) κι έφυγε. Τώρα, πώς το στέλνεις το παιδί μόνο του στις ερημιές, αυτό είναι άλλη ιστορία. Πάντως η μαμά της την προειδοποίησε:
"Μην πάρεις βατόμουρα από αγνώστους!"
Αλλά τέτοιος κίνδυνος, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε. Γιατί το παιδάκι έβλεπε βατόμουρα κι έκανε εμετό.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Το δάσος είναι μεγάλο, σκοτεινό, τα δέντρα μοιάζουν με γίγαντες που ορμάνε να την κατασπαράξουν, τα αγκάθια της ξεσκίζουν τα πόδια, αλλά η Κοκκινοσκουφίτσα εξακολουθεί να διατηρεί εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο που βλέπουμε στα "Κλασσικά Εικονογραφημένα".
Κάποια ώρα, μέσα από το σκοτάδι, ξεπροβάλλει ο πιο φρικτός λύκος που έχετε διαβάσει ποτέ σε Κοκκινοσκουφίτσα. Έχει μια κακή έκφραση και δόντια που τρίζουν από ιδιοτέλεια, ίδιος η Μπέτυ Ντέηβις σε θρίλερ. Αλλά το παιδί δεν τρόμαξε - αστείον πράγμα δηλαδή αν τρομάζαμε με τον πρώτο τυχόντα λύκο που βγαίνει στο δρόμο μας σ'ένα σκοτεινό δάσος!
"Καλέ, ζαχαροπλάστης ήτο ο πατήρ σας;", ρώτησε πρωτοτύπως ο λύκος.
"Άντε από κει , κρύε!", απάντησε η παρθένος.
"Γιατί μου βγαίνετε στο έτσι δεσποινίς;"
"Μπορείτε να μου ομιλείτε εις τον πληθυντικόν", είπε η Κοκκινοσκουφίτσα που, μη έχοντας πατήσει το πόδι της σε σχολείο, μπέρδευε πάντα τον ενικό με τον πληθυντικό.
"Το ονοματάκι σου, μαμαζελίτσα, κι αν επιτρέπεται δηλαδής;"
"Φούλα!"
"Από πού βγαίνει το Φούλα;"
"Κοκκινοσκουφίτσα, Κοκκινοσκουφούλα, Φούλα!"
"Και κατά πού το βάλαμε Φουλάκι;"
"Πάω στη γιαγιά, ο Θεός να την έχει καλά", είπε η Κοκκινοσκουφίτσα κι έκανε το σταυρό της, για να την περάσει κορίτσι από σπίτι, με αρχές. "Της υπάγω αυτά τα ολίγα τρόφιμα, να φάει, να καρδαμώσει η καημενούλα που την έχουμε άρρωστη, θα πάθει τίποτα, θα μας πεθάνει και μετά η μητέρα κι εγώ τι να την κάνουμε πλέον τέτοια ζωή;"
"Ωραίο πράγμα η οικογένεια", είπε ο λύκος. "Εγώ δε γνώρισα ποτέ μητρικό χάδι. Ίσως αν είχα μια στοργική μανούλα να μην είχα καταντήσει έτσι, αλλά να ήμουν ένας καλός και χρήσιμος λύκος στην κοινωνία. Τέλος πάντων, ξένες έννοιες, τι σας τα λέω και σας στεναχωρώ. Και κατά πού πέφτει η γιαγιά;"
"Θα πάτε ευθεία. Θα προχωρήσετε αριστερά και μετά πάλι όλο ευθεία. Στο αριστερό σας χέρι θα δείτε ένα θάμνο. Θα κάνετε δεξιά και θα ξαναρωτήσετε".
"Μερσί και χάρηκα δια την γνωριμίαν. Οι αδελφοί Γκριμ να σας έχουν καλώς!"
"Ομοίως. Και μη χαθούμε τώρα που γνωριστήκαμε. Την σήμερον ημέραν οι καλοί λύκοι σπανίζουν. Περάστε ένα απογευματάκι από το σπίτι να σας τρατάρουμε το κατιτίς, να γνωρίσετε και τη μητέρα!"
Φεύγει ο λύκος, εντυπωσιασμένος με τη γνωριμία και μονολογώντας "η γριά η κότα έχει το ζουμί". Πάει ευθεία. Προχωράει αριστερά και μετά πάλι όλο ευθεία. Στο αριστερό του χέρι βλέπει ένα θάμνο. Κάνει αριστερά πάλι και βρίσκεται έμπροσθεν πτωχικής καλύβης εμπριεχούσης μάμμην εις το εσωτερικόν αυτής. Χτυπά. Του ανοίγει η γιαγιά.
"Πώς είσθε μαντάμ", τη χαιρετάει και της ρίχνει κι ένα κομψό χειροφίλημα. "Ξεύρετε είμαι ο λύκος της περιφερείας σας και πουλώ εγκυκλοπαίδειες. Ενδιαφέρεσθε;"
Τι ήταν να ενδιαφερθεί η άμοιρος γραία σταχτομαζώστρα; Την πιάνει ο λύκος, τη σκοτώνει, τη σωτάρει, τη ρίχνει να βράσει στο ζουμί της, τη βάζει στο φούρνο, τη σβήνει με κόκκινο κρασί, της προσθέτει αλατοπίπερο, λεμόνι, ξύδι προαιρετικά, λίγο άνιθο ψιλοκομμένο και τη σερβίρει κρύα.
Ίσα που έκανε να χωνέψει, νάσου τουκ τουκ στην πόρτα η Κοκκινοσκουφίτσα. Τρέχει αυτός, βάζει τη νυχτικιά και την δαντελένια σκούφια της γιαγιάς και γίνεται κούκλα: Σαν τραβεστί, πριν αρχίσει χαλάουα!
Μπαίνει μέσα η Κοκκινοσκουφίτσα το ζώον, διότι περί ζώου πρόκειται, βλέπει τον λύκο ως Τριώδιο και τον περνάει για τη γιαγιά της:
"Καλέ, γιατί μιλάς σαν μούτσος γιαγιά;"
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Κάποια στιγμή η Κοκκινοσκουφίτσα ανθίζεται βρωμιά στην υπόθεση, κάνει τα αποκαλυπτήρια του λύκου, αυτός για να μην τον καταδώσει στην αστυνομία της κάνει πρόταση γάμου - ως γνωστόν σύζυγος δε μπορεί να καταθέσει εναντίον συζύγου - αυτή δέχεται και, από κοινού πια, καταδυναστεύουν όλα τα παιδάκια εις τον αιώνα τον άπαντα...
Βέβαια, πολλοί αναγνώστες μας μπορεί ν'απογοητευθούν με το γκραν φιλάνε της ιστορίας μας. Το παραμύθι θέλει την Κοκκινοσκουφίτσα άσπιλον κι αμόλυντον. Σε όσα γράμματα κατακλύσουν το περιοδικό, δημοσιεύουμε εκ των προτέρων αποκλειστική δήλωση της Κοκκινοσκουφίτσας: "Ε, μια ζωή παρθένα, δε γινότανε πια! Ποιά είμαι στο τέλος-τέλος; Η Μπλανς Επιφανί;"
Έλενα Ακρίτα